Βιογραφία
Ο Παναγιώτης Βασιλάκης, γνωστός ως Takis, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1925 από γονείς που ήταν πρόσφυγες από τη Σμύρνη. Η εφηβεία του στιγματίστηκε από τα τραγικά γεγονότα, τις κακουχίες και τις επιπτώσεις της Κατοχής, και αμέσως μετά του Εμφυλίου Πολέμου. Χωρίς κάποια τυπική καλλιτεχνική εκπαίδευση, ξεκινά την πορεία του στα μέσα της δεκαετίας του 1940. Στα πρώτα του βήματα αντλεί έμπνευση από την ελληνική αρχαϊκή και κυκλαδίτικη τέχνη, την αρχαία τραγωδία, καθώς επίσης κι από το έργο του Alberto Giacometti και του Pablo Picasso, κάτι που είναι έκδηλο στις πρώιμες δημιουργίες του, τις ανθρωπόμορφες σιλουέτες από σύρμα, γύψο και ύφασμα. Το 1952 εγκαθίσταται στο ίδιο εργαστήριο με τον Μίνω Αργυράκη και τον γλύπτη Πάνο Ραϋμόνδο στην Ανάκασα. Δύο χρόνια μετά μετακομίζει στο Παρίσι όπου ενώ δουλεύει σε σιδεράδικα, θα του δοθεί η ευκαιρία να αποκαλύψει το προσωπικό του ενδιαφέρον για θέματα κοσμολογικού χαρακτήρα και την εγγενή ανάγκη του για συνεχή πειραματισμό μέσα από τη μίξη παραδοσιακών τεχνικών με την επιστήμη και την τεχνολογία. Το 1955 πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση στη Hanover Gallery με τίτλο Figures in Plaster στο Λονδίνο. Στην επιστροφή του για τη Γαλλία, ο τεχνολογικός διάκοσμος του σιδηροδρομικού σταθμού που τον περιβάλλει τραβάει την προσοχή του και γίνεται αφορμή για τη καθοριστική στροφή που σημειώνει στην επιλογή των εκφραστικών του μέσων. Σαν αποτέλεσμα παράγει τη σειρά έργων Σινιάλα, που αποτελούνται από λεπτές μεταλλικές βέργες που φέρουν στην άκρη τους ετερόκλητα αντικείμενα όπως φανοί, ραδιοφωνικές αντένες ή μάτια, και παραπέμπουν σε υπερφυσικά τεχνολογικά όντα. Στη συνέχεια τα Σινιάλα του Τάκη θα πάρουν διάφορες μορφές και θα ενισχυθούν και με άλλα τεχνολογικά εργαλεία και objets trouvés, ενώ το 1957 θα πραγματοποιήσει μια σειρά από happenings συνδυάζοντάς τα με πυροτεχνήματα στους δρόμους του Παρισιού. Το 1958 εισάγει το μαγνητισμό ως βασικό κομμάτι της γλυπτικής του, και δημιουργεί τα πρώτα του Τηλεμαγνητικά γλυπτά από βελόνες και κλωστές που πάλλονται με τη δράση μαγνήτη. Έκτοτε, στις ενότητες έργων που ακολουθούν αψηφά τη δύναμη της βαρύτητας και την παραδοσιακή γλυπτική διαδικασία, γεγονός που τον καθιστά πρωτοπόρο, με αποκορύφωμα την performance L’impossible: Un homme dans l’espace (1960) στην γκαλερί Iris Clert στο Παρίσι, στην οποία παρουσιάζει τον ποιητή Sinclair Beiles να ταξιδεύει στο διάστημα απαγγέλοντας το Μαγνητικό Μανιφέστο. Το 1960 συναναστρέφεται με συγγραφείς της Beat Generation στο Παρίσι και το 1961 γνωρίζει τον Marcel Duchamp στη Νέα Υόρκη, προσωπικότητες που θα ασχοληθούν συγγραφικά με το έργο του. Τον ίδιο χρόνο δημοσιεύει την αυτοβιογραφία του Estafilades από τις εκδόσεις Juliard. Στα επόμενα γλυπτά του αξιοποιεί διάφορα είδη ενέργειας σε συνάρτηση με φυσικά φαινόμενα, και εγκαινιάζει σειρές όπως τα Τηλεφώτα (1961), Μαγνητικοί Τοίχοι (1961) και τα Μουσικά γλυπτά (1964). Από το 1964 μέχρι το 1968 ζει στο Λονδίνο, μέχρι που λαμβάνει υποτροφία από το Κέντρο Προηγμένων Οπτικών Σπουδών του Πανεπιστημίου ΜΙΤ και εγκαθίσταται ως επισκέπτης ερευνητής για το έτος 1969 στη Μασαχουσέτη, πραγματοποιώντας έρευνα πάνω στα πρώτα του Υδρομαγνητικά γλυπτά. Κατά τη διάρκεια παραμονής του στις ΗΠΑ γίνεται ιδρυτικό μέλος του Συνασπισμού Εργατών Τέχνης (Art Workers Coalition) και απομακρύνει ένα από τα Τηλεγλυπτά του από την έκθεση The Machine as Seen at the End of the Mechanical Age (1969) από το MoMA ως ένδειξη διαμαρτυρίας εφόσον το μουσείο το συμπεριέλαβε χωρίς την συγκατάθεσή του. Τη δεκαετία του 1970 δημιουργεί διαδραστικές εγκαταστάσεις, μουσικούς χώρους και χορογραφικά δρώμενα, μπρούτζινα Ερωτικά γλυπτά και περιβαλλοντικές συνθέσεις. Τη δεκαετία του 1980 λαμβάνει το Α’ βραβείο στη Μπιενάλε του Παρισιού (1985) και το Μεγάλο Εθνικό Βραβείο Γλυπτικής της Γαλλίας (1988), και εκδίδεται η μονογραφία με τίτλο Takis – Monographies (1984) από τις εκδόσεις Galilée με κείμενα των Nicolas και Helena Calas, Pierre Restany και William Burroughs. Το ίδιο διάστημα ασχολείται και με in situ επεμβάσεις σε δημόσιους χώρους, όπως το Φωτεινό Δάσος (1987) σινιάλων στην Esplanade – Bassin της Défense στο Παρίσι, τη μετατροπή του πύργου στη Ville de Beauvais σε Μουσικό και Φωτεινό γλυπτό (1992) και τη διαμόρφωση του σταθμού Reyniere (1992) στη Τουλούζη. Επιπλέον, το 1986 ιδρύει το Κέντρο Ερευνών για την Τέχνη και τις Επιστήμες στο Γεροβουνό Αττικής με σκοπό την υποστήριξη καλλιτεχνικών και επιστημονικών δραστηριοτήτων και επαγγελμάτων. Το 1995 λαμβάνει τον τίτλο του «Ταξιάρχη» του Τάγματος του Φοίνικα και στα τέλη της δεκαετίας, κάνοντας χρήση της φωτοβολταϊκής ενέργειας, παράγει έργα όπως το Hommage a Apollon (2000) στους Δελφούς. Μέχρι τον θάνατό του το 2019, ο Takis συνέχισε να είναι ενεργός ως εφευρέτης – δημιουργός που διερευνούσε την ενεργειακή ύπαρξη της ύλης και τη λειτουργία της τέχνης μέσα στον κοινωνικό χώρο επινοώντας τις δικές του μηχανές. Παράλληλα με τη γλυπτική του δραστηριότητα, ανέπτυξε σκηνικά, κοστούμια και μουσικές συνθέσεις για παραγωγές του θεάτρου και του κινηματογράφου. Μερικές από αυτές, η παράσταση Elkesis (1973) στο Εθνικό Φεστιβάλ της Ολλανδίας, η ταινία Section Spéciale (1975) του Κώστα Γαβρά και το αρχαίο δράμα Ηλέκτρα του Σοφοκλή (1983) στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη. Έχει συμμετάσχει σε πλήθος ομαδικών εκθέσεων με πιο χαρακτηριστικές τις Lumière et Mouvement (1967) στο Musée d’Art Moderne de la Ville de Paris, Eight Artists, Eight Attitudes, Eight Greeks (1975) στο ICA του Λονδίνου, La siècle de Kafka (1984) στο Centre Pompidou του Παρισιού, Force Fields, phases of the kinetic (2000) στο MACBA της Βαρκελώνης και τη Hayward Gallery του Λονδίνου. Έχει πάρει μέρος σε θεσμούς τέχνης όπως το Salon des Réalités Nouvelles (1956, 1957), Salon de la jeune sculpture (1957- 1960) και Salon de Mai (1960, 1966, 1971) στο Παρίσι, η Documenta στο Κάσελ (1977, 2017), και η Μπιενάλε της Βενετίας (1995). Έργα βρίσκονται σε δημόσιους χώρους και στις σημαντικότερες συλλογές έργων τέχνης όπως του Centre Pompidou στο Παρίσι, του ΜοΜΑ και του Solomon R. Guggenheim Museum στη Νέα Υόρκη, της De Menil Collection στο Χιούστον, της Tate Modern στο Λονδίνο, και της Peggy Guggenheim Collection στη Βενετία. Αναδρομικές του εκθέσεις έχουν διοργανωθεί από το Centre National d’Art Contemporain (1972) στο Παρίσι, τη Jeu de Paume (1993) στο Παρίσι (της οποίας η αναδρομική περιόδευσε στη Λωζάννη στο FAE Museum of Contemporary Art και στη Μαδρίτη στο Fundacion La Caixa ενώ το 1995 μεταφέρθηκε στο Εργοστάσιο της ΑΣΚΤ εγκαινιάζοντας του εκθεσιακούς χώρους της στην Αθήνα), το Palais de Tokyo (2015) στο Παρίσι, με πιο πρόσφατη αυτή της Tate Modern (2019) στο Λονδίνο σε συνεργασία με το MACBA της Βαρκελώνης και το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης της Αθήνας.
Μάρη Σπανουδάκη
Επιμελήτρια & Ερευνήτρια