Βιογραφία
Ο Τόμας Τσάιμς ήταν Ελληνοαμερικανός ζωγράφος που γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ από γονείς Έλληνες μετανάστες. Το 1939 ξεκίνησε σπουδές στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πενσυλβάνιας, οι οποίες διακόπηκαν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν κατατάχθηκε στην Αμερικανική Πολεμική Αεροπορία. Μετά το 1945 συνέχισε την εκπαίδευσή του στη Νέα Υόρκη, παρακολουθώντας μαθήματα φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Columbia και ζωγραφικής στο Art Students League. Εκεί ήρθε σε επαφή με τις πρωτοποριακές τάσεις της μοντέρνας τέχνης και το 1946, αντικρίζοντας τον πίνακα «Guernica» του Πάμπλο Πικάσο, βίωσε έναν ισχυρό εικαστικό κλονισμό που εμβάθυνε την αναζήτησή του. Το 1952 ταξίδεψε στην Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας), γνωρίζοντας από κοντά την πολιτιστική κληρονομιά των προγόνων του και έργα κορυφαίων μοντερνιστών όπως ο Ματίς. Το επόμενο έτος αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στη γενέτειρά του Φιλαδέλφεια, μακριά από τις πιέσεις της νεοϋορκέζικης σκηνής, ώστε να χαράξει μια ανεξάρτητη καλλιτεχνική πορεία. Στο ήσυχο αυτό περιβάλλον ανέπτυξε σταδιακά μια προσωπική εικαστική γλώσσα τροφοδοτούμενη από βιωματικές μνήμες και φιλολογικές επιρροές – ιδίως από την ανατρεπτική φιλοσοφία και λογοτεχνία του Alfred Jarry, με την οποία ασχολήθηκε σε όλη του τη ζωή.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Τσάιμς παρουσίασε τα πρώτα ώριμα έργα του – ημι-αφαιρετικές συνθέσεις με συμβολικό περιεχόμενο και υπαρξιακό προσανατολισμό. Αντλώντας έμπνευση από την ελληνορθόδοξη παράδοση της νεότητάς του αλλά και από τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό (όπως η εμπειρία του από το παρεκκλήσι του Ματίς), εισήγαγε στα τοπία του μοτίβα όπως αστέρια, κλίμακες και σταυρούς, φορτισμένα με πνευματικούς υπαινιγμούς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 πραγματοποίησε με επιτυχία ατομικές εκθέσεις στη Νέα Υόρκη, προσελκύοντας την προσοχή σημαντικών συλλεκτών· το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης απέκτησε έργα του, εδραιώνοντας τη φήμη του. Την περίοδο 1958–1965 δημιούργησε μια σειρά πινάκων γνωστών ως «Σταυρώσεις», όπου μέσα από μια προσωπική εικαστική γλώσσα συνδύασε στοιχεία αφηρημένης έκφρασης με θρησκευτικούς και φιλοσοφικούς συμβολισμούς, διερευνώντας θεματικές πνευματικότητας και ανθρώπινης συνείδησης. Στη συνέχεια, από το 1965 έως το 1973, στράφηκε σε πειραματικές κατασκευές δημιουργώντας έργα μέσα σε επιτοίχια μεταλλικά κουτιά (metal boxes) που ενσωμάτωναν ζωγραφική, κολλάζ και μικροαντικείμενα. Αυτές οι ασυνήθιστες mixed-media συνθέσεις, επηρεασμένες από την ευφάνταστη φιλοσοφία της «Παταφυσικής» του Alfred Jarry, εμπλουτίστηκαν με αναφορές σε σύγχρονα πολιτισμικά σύμβολα – από ροκ είδωλα έως τον Μαρσέλ Ντυσάν – σηματοδοτώντας την έντονη διάθεση του καλλιτέχνη για πνευματικό παιχνίδι και ανατροπή των συμβάσεων.
Κατά τη δεκαετία του 1970 ο Τσάιμς επαναπροσδιόρισε το ύφος του, εγκαταλείποντας τις κατασκευές και επιστρέφοντας στη ζωγραφική με νέες μορφές. Την περίοδο 1973–1978 φιλοτέχνησε μια σειρά μικρών προσωπογραφιών σε ξύλινα πάνελ, πλαισιωμένων με χειροποίητες κορνίζες που θυμίζουν βυζαντινά εικονίσματα. Σε αυτά τα έργα-«εικόνες» απεικόνισε μορφές των πνευματικών ηρώων του – από τον Άλφρεντ Ζαρρύ και τον Αντονέν Αρτώ μέχρι τον Μαρσέλ Ντυσάν – αποτίοντας φόρο τιμής στο σύμπαν των ιδεών που τον ενέπνεε. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 εγκαινίασε την τελευταία και πλέον χαρακτηριστική φάση της δημιουργίας του: τα λεγόμενα «λευκά έργα». Πρόκειται για πίνακες σχεδόν μονόχρωμους, με λευκή, ομιχλώδη ή ανάγλυφη επιφάνεια, κάτω από την οποία διακρίνονται θαμμένα σχέδια πορτρέτων, αστερισμοί και αποσπασματικά κείμενα. Ο Τσάιμς ενσωμάτωσε σε αυτά επιγραφές και φράσεις στα ελληνικά, γαλλικά και αγγλικά – δάνεια από αλχημιστικά κείμενα και από το φανταστικό σύμπαν του Ζαρρύ – μετατρέποντας τους λιτούς αυτούς πίνακες σε πυκνά πεδία στοχασμού. Μέσα από τα λευκά έργα διερεύνησε με ελλειπτικό, μυστηριακό τρόπο την «Παταφυσική» και τα όρια της ανθρώπινης ψυχής, αντλώντας παράλληλα έμπνευση από την ελληνική μυθολογία, τα σύμβολα και τη γλώσσα της ελληνικής του κληρονομιάς, πορεία που συνεχίστηκε έως τον θάνατό του το 2009.
Παρά το ότι έζησε και εργάστηκε μακριά από τα μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα, το έργο του Τσάιμς απέσπασε ευρεία εκτίμηση. Το 1968 το Μουσείο Τέχνης Ringling στη Φλόριντα οργάνωσε την πρώτη αναδρομική έκθεσή του και το 1986 ακολούθησε μια επισκόπηση του έργου του στο Moore College of Art στη Φιλαδέλφεια. Συμμετείχε επίσης σε σημαντικές ομαδικές διοργανώσεις, όπως η Biennale του Whitney Museum (1975) και η μεγάλη επετειακή έκθεση «Τρεις Αιώνες Αμερικανικής Τέχνης» (1976) στο Μουσείο Τέχνης της Φιλαδέλφειας. Το 1994 το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών «Αλέξανδρος Ωνάσης» στη Νέα Υόρκη παρουσίασε μια αναδρομική έκθεση που ανέδειξε τις ελληνικές διαστάσεις της τέχνης του. Ακολούθησε το 2007 η μεγάλη αναδρομική «Thomas Chimes: Adventures in ’Pataphysics» στο Μουσείο Τέχνης της Φιλαδέλφειας, όπου εκτέθηκαν πάνω από 100 έργα συνοψίζοντας τη δημιουργική του πορεία. Το 2013–2014 η περιοδεύουσα έκθεση «Thomas Chimes: Into the White», αφιερωμένη στα ύστερα λευκά έργα, ταξίδεψε από τη Γερμανία στο Μουσείο Μπενάκη της Αθήνας, φέρνοντας την τέχνη του σε διάλογο με το ελληνικό κοινό. Σήμερα έργα του ανήκουν σε μόνιμες συλλογές μεγάλων μουσείων, μεταξύ των οποίων το Μουσείο Τέχνης της Φιλαδέλφειας, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA), η Εθνική Πινακοθήκη και το Smithsonian American Art Museum στην Ουάσινγκτον, μεταξύ άλλων. Ο Τόμας Τσάιμς άφησε μια πολύτιμη παρακαταθήκη συνδυάζοντας το πνευματικό βάθος της ελληνικής του κληρονομιάς με τον νεωτερικό πειραματισμό της μοντέρνας τέχνης.
Βιβλιογραφία:
- Nickel, Karl. Thomas Chimes: A Retrospective Exhibition. Sarasota: John and Mable Ringling Museum of Art, 1968.
- Philadelphia Museum of Art (επιμ.). Philadelphia: Three Centuries of American Art. Φιλαδέλφεια: Philadelphia Museum of Art, 1976.
- Goldie Paley Gallery. Tom Chimes, A Compendium: 1961–1986. Φιλαδέλφεια: Moore College of Art & Design, 1986.
- Taylor, Michael R. Thomas Chimes: Adventures in ’Pataphysics. Φιλαδέλφεια: Philadelphia Museum of Art / Yale University Press, 2007.
- Ehrmann-Schindlbeck, Anna-Maria κ.ά. Thomas Chimes: Into the White. Tuttlingen / Αθήνα: Galerie der Stadt Tuttlingen & Μουσείο Μπενάκη, 2013.
- H βιογραφία δημιουργήθηκε με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης.
Η βιογραφία συντάχθηκε και επιμελήθηκε από την ομάδα της Διασποράς.