SEARCH AND PRESS ENTER
Σπύρος Καταπόδης

Σπύρος Καταπόδης

Greek
1933 - 1998

Βιογραφία

Ο Σπύρος Καταπόδης ανήκει στη μεταπολεμική γενιά Ελλήνων γλυπτών που ανανέωσαν τη γλώσσα της νεοελληνικής γλυπτικής, γεφυρώνοντας την παραστατική παράδοση με τις μορφοπλαστικές αναζητήσεις του 20ού αιώνα. Γεννημένος στο Αγρίνιο το 1933, φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1956–1962) στο εργαστήριο του Γιάννη Παππά, από τον οποίο κληρονόμησε την αυστηρή πειθαρχία του σχεδίου και την προσήλωση στην ανθρώπινη μορφή. Στα πρώτα του επαγγελματικά χρόνια (1964–1974) εργάστηκε στο χυτήριο του Νίκου Κερλή, παρακολουθώντας από κοντά το απαιτητικό στάδιο της μεταφοράς του πηλού και του γύψου στο χαλκό· εμπειρία που διαμόρφωσε ουσιαστικά την αντίληψή του για την ύλη, τη δομή και την τεχνική. Αργότερα απασχολήθηκε στα Αρχαιολογικά Μουσεία Δελφών και Ολυμπίας, σε ένα περιβάλλον όπου η συνύπαρξη με τα αρχαία πρότυπα ενίσχυσε τον διάλογό του με την κλασική κληρονομιά.

Η δημιουργία του Καταπόδη είναι σταθερά ανθρωποκεντρική. Η ανθρώπινη μορφή, άλλοτε στο όριο της αναγνώρισης κι άλλοτε σαφώς διακριτή, παραμένει ο βασικός φορέας νοημάτων· γύρω της υφαίνονται οι μεταμορφώσεις του χώρου και της μάζας. Δουλεύοντας με πηλό, γύψο, κερί και κυρίως χαλκό, ο γλύπτης αναπτύσσει ένα ιδίωμα που συνθέτει στοιχεία παραστατικής αφήγησης με τάσεις αφαίρεσης: καμπύλες επιφάνειες και αιχμηρά επίπεδα συνδυάζονται σε σφιχτές συνθέσεις, όπου η ισορροπία όγκων και κενών γεννά εσωτερική κίνηση. Στη γλυπτική του ανιχνεύονται επιρροές από τον κυβισμό και τον κονστρουκτιβισμό, άλλοτε με υπαινικτικές σουρεαλιστικές ή εξπρεσιονιστικές τονίσεις· όχι ως στείρα αισθητικιστική αναφορά, αλλά ως ζωντανά εργαλεία για την έκφραση της ανθρώπινης κατάστασης—της ευθραυστότητας, της μέριμνας, της επιθυμίας. Εμβληματικό έργο της ώριμης φάσης του είναι η «Αρετούσα» (1968, χάλκινο, Εθνική Γλυπτοθήκη), όπου η κάθετη εκτόξευση της μορφής και η καθαρότητα των τομών αποδίδουν μια δραματική αλλά εξευγενισμένη παρουσία: μια σύνθεση που τιθασεύει τη μορφή στο όριο του συμβόλου.

Η εκθεσιακή του δράση είναι πυκνή και διεθνής. Παρουσίασε έργα σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα, συμμετέχοντας επανειλημμένα στις Πανελλήνιες, ενώ μετείχε στις Μπιενάλε Νέων του Παρισιού (1967), της Βουδαπέστης (1971) και του Σάο Πάολο (1971)—ένα πέρασμα που σφράγισε την εξωστρέφεια της γενιάς του και ανέδειξε τη δυνατότητα της ελληνικής γλυπτικής να συνομιλεί ισότιμα με τα διεθνή ρεύματα. Η δουλειά του έγινε ευρύτερα γνωστή σε κύκλους συλλεκτών και ιδρυμάτων· πέρα από την παρουσία της στην Εθνική Πινακοθήκη/Εθνική Γλυπτοθήκη, έργα του έχουν καταγραφεί σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές, επιβεβαιώνοντας τη διαχρονική της απήχηση. Στο εργαστήριο και το χυτήριο, ο Καταπόδης καλλιέργησε μια μέθοδο «από μέσα προς τα έξω»: η μορφή γεννιέται από τον πυρήνα, δοκιμάζεται στην κλίμακα, μεταφράζεται στην τεχνική, και τελικά «στέκει» στον χώρο με καθαρότητα και μέτρο—αρετές που συναντά κανείς σε κάθε του στάδιο, από τα μικρά πρότυπα μέχρι τα ολοκληρωμένα χάλκινα.

Ως φυσιογνωμία, ο Καταπόδης ενσαρκώνει τη διαδρομή ενός δημιουργού που ανδρώθηκε σε επαρχιακή πόλη, εκπαιδεύτηκε στην αθηναϊκή ακαδημία, μαθητεύοντας δίπλα σε κορυφαίους δασκάλους, και διεύρυνε τον ορίζοντά του μέσα από τη βιοτεχνική «καρδιά» της γλυπτικής και τη στενή επαφή με την αρχαιότητα. Αυτή η τριπλή μήτρα—σχολή, χυτήριο, μουσείο—διαπερνά το corpus του και εξηγεί την ιδιοτυπία του: την εμμονή στη μορφή ως φορέα ανθρώπινων καταστάσεων, την πειθαρχία της ύλης και τη νηφάλια σύνδεση παρελθόντος και παρόντος. Έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα το 1998, αφήνοντας ένα έργο συνεκτικό και ειλικρινές, που συνοψίζει με ιδιοπροσωπία την ελληνική εκδοχή της μοντερνιστικής γλυπτικής του β΄ μισού του 20ού αιώνα.

This biography was created with the assistance of AI.