SEARCH AND PRESS ENTER
Thanasis Apartis

Thanasis Apartis

Greek
1899 - 1972

Βιογραφία

Ο Θανάσης Απάρτης ήταν διακεκριμένος Έλληνας γλύπτης, του οποίου η ζωή και το έργο αντικατοπτρίζουν τη διττή ταυτότητα του καλλιτέχνη της διασποράς. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1899 και μετά την καταστροφή της πόλης το 1922 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Από νεαρή ηλικία μαθήτευσε κοντά στον ζωγράφο Βασίλειο Ιθακήσιο και στον Αρμένιο γλύπτη Γεράσιμο Παπαζιάν, αποκτώντας τις πρώτες του γνώσεις στη ζωγραφική και τη γλυπτική.

Το 1919 έφυγε για το Παρίσι προκειμένου να σπουδάσει γλυπτική. Αρχικά εγγράφηκε στην École des Beaux-Arts και στην Académie Julian, όπου μαθήτευσε δίπλα σε σημαντικούς γλύπτες όπως ο Πολ Λαντοβσκί και ο Ανρί Μπουσάρ. Η γνωριμία του το 1921 με τον Γάλλο γλύπτη Αντουάν Μπουρντέλ υπήρξε καθοριστική: ο Μπουρντέλ τον προσκάλεσε να συνεχίσει στην Académie de la Grande Chaumière, όπου ο Απάρτης φοίτησε ως το 1925. Η επίδραση του Μπουρντέλ στη διαμόρφωση του ύφους του ήταν βαθιά, ενώ υποτροφία από την Έλενα Βενιζέλου τού επέτρεψε να παρατείνει την παραμονή του στο Παρίσι για δύο δεκαετίες. Κατά την περίοδο αυτή συμμετείχε τακτικά στα μεγάλα παρισινά Σαλόνια και φιλοτέχνησε προτομές σημαντικών προσωπικοτήτων. Το 1939 του απονεμήθηκε το παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνος της Τιμής από τη γαλλική κυβέρνηση, αναγνώριση του κύρους του στη Γαλλία.

Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Απάρτης επέστρεψε στην Ελλάδα το 1940. Κατά την Κατοχή παρέμεινε στην Αθήνα. Μετά τον πόλεμο μοιραζόταν τον χρόνο του ανάμεσα στο Παρίσι και την Αθήνα, ώσπου το 1956 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα. Αφιέρωσε τότε μεγάλο μέρος των δυνάμεών του στη διδασκαλία και τη μετάδοση της γνώσης του στη νέα γενιά καλλιτεχνών. Το 1959 ανέλαβε τη διδασκαλία γλυπτικής στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο (Σχολές Δοξιάδη) και το 1961 εξελέγη καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε έως το 1969. Το 1967 τιμήθηκε με την εκλογή του ως αντεπιστέλλοντος μέλους της Γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων, ο Απάρτης συνέχισε το δημιουργικό του έργο και συμμετείχε σε σημαντικές διεθνείς διοργανώσεις. Ανάμεσα σε άλλα, το 1950 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας και το 1961 συμμετείχε στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας. Το 1971 έλαβε μέρος και σε μεγάλη διεθνή έκθεση σύγχρονης γλυπτικής στο Μουσείο Ροντέν στο Παρίσι, ενώ το 1984 το σύνολο του έργου του τιμήθηκε με αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας.

Το έργο του Απάρτη είναι ανθρωποκεντρικό, με έμφαση στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής σε προτομή, μερική ή ολόσωμη. Η επαφή του με την αρχαία αιγυπτιακή και αρχαϊκή ελληνική γλυπτική, σε συνδυασμό με τις σπουδές του στη Γαλλία, διαμόρφωσαν ένα ύφος όπου συνυπάρχουν η κλασική λιτότητα και η εκφραστική δύναμη. Οι επιρροές από τον Ροντέν και κυρίως από τον Μπουρντέλ είναι εμφανείς: καθαροί όγκοι, σαφή περιγράμματα και στιβαρή δομή, στοιχεία που ενσωματώνονται σε μια ρεαλιστική αλλά και πνευματική προσέγγιση της μορφής. Φιλοτέχνησε μεγάλο αριθμό προτομών επιφανών προσωπικοτήτων του πνευματικού και δημόσιου βίου, όπως των λογοτεχνών Ιωάννη Ψυχάρη και Νίκου Καζαντζάκη, του ποιητή Άγγελου Σικελιανού, του μουσουργού Δημήτρη Μητρόπουλου, καθώς και ηρώων όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Πολλά από αυτά τα έργα κοσμούν δημόσιους χώρους, κυρίως στην Αθήνα. Εξίσου σημαντικά είναι και τα μνημειακά του έργα: χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι ανδριάντες του μητροπολίτη Χρυσοστόμου Σμύρνης, που τιμούν την καταγωγή και τη μνήμη της χαμένης πατρίδας του, το σύμπλεγμα “Αφανής Ναύτης” στη Χίο, καθώς και η γλυπτική σύνθεση “Το χαμόγελο της Αθήνας” που κοσμεί την πρόσοψη της Τράπεζας της Ελλάδος. Πολλά έργα του βρίσκονται σε μουσεία και συλλογές, όπως στην Εθνική Πινακοθήκη, στη Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών, στη συλλογή της Εθνικής Τράπεζας και αλλού.

Ο Θανάσης Απάρτης συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής γλυπτικής του 20ού αιώνα. Μαζί με τον σύγχρονό του Μιχάλη Τόμπρο, πιστώνεται ότι μετέφερε στο ελληνικό καλλιτεχνικό περιβάλλον το ανανεωτικό πνεύμα των μοντέρνων ρευμάτων του Παρισιού, επηρεάζοντας καθοριστικά πολλούς νεότερους γλύπτες. Η πορεία του από το κοσμοπολίτικο περιβάλλον της Σμύρνης στη μητρόπολη της τέχνης, το Παρίσι, και εν συνεχεία στην Αθήνα, αντανακλά τη σύνθεση ανατολικών καταβολών και δυτικών επιρροών που χαρακτήριζε τη ζωή και την τέχνη του. Ως καλλιτέχνης της ελληνικής διασποράς, ο Απάρτης κατόρθωσε να αξιοποιήσει τις εμπειρίες του από τη ζωή εκτός ελληνικών συνόρων, διατηρώντας παράλληλα ζωντανή την ελληνική πολιτισμική του ταυτότητα. Το έργο του αποτελεί γέφυρα ανάμεσα στην κλασική παράδοση και τον μοντερνισμό, αφήνοντας παρακαταθήκη στην ιστορία της νεοελληνικής τέχνης.

Βιβλιογραφία

  1. Λυδάκης, Στέλιος (1981). Οι Έλληνες Γλύπτες – Η νεοελληνική γλυπτική: ιστορία – τυπολογία – λεξικό γλυπτών, τόμ. 5, Αθήνα: Μέλισσα, σσ. 274–276.
  2. Θανάσης Απάρτης (1899–1972), κατάλογος έκθεσης (επιμ. Όλγα Μεντζαφού, πρόλ. Δημήτρης Παπαστάμος), Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλ. Σούτσου, Αθήνα 1984.
  3. «Απάρτης, Θανάσης», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τ. 10, Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, 1996, σ. 130.
  4. Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών: Ζωγράφοι – Γλύπτες – Χαράκτες, 16ος-20ός αιώνας, τόμ. 1, επιστ. επιμ. Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, Αθήνα: Μέλισσα, 1997.
  5. Benezit Dictionary of Artists, vol. 1, Παρίσι: Éditions Gründ, 2006.

H βιογραφία δημιουργήθηκε με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης.