Βιογραφία
Ο Νίκος Νικολάου υπήρξε διακεκριμένος ζωγράφος, χαράκτης και γλύπτης της λεγόμενης «Γενιάς του ’30». Φοίτησε από το 1929 στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δασκάλους τον Κωνσταντίνο Παρθένη και τον Ουμβέρτο Αργυρό. Εκεί γνωρίστηκε με τον συμφοιτητή του Γιάννη Μόραλη, με τον οποίο ανέπτυξε στενή φιλία και καλλιτεχνικό διάλογο που διήρκεσε όλη τους τη ζωή. Πρωτοπαρουσίασε έργα του το 1932 σε έκθεση μαθητών της Σχολής και το 1935 συμμετείχε στην ομάδα «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες» στην αίθουσα Παρνασσός. Το 1937, μαζί με τον Μόραλη, έφυγε με υποτροφία για περαιτέρω σπουδές στη Ρώμη και στο Παρίσι· όμως η έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές και να επιστρέψει στην Αθήνα. Μετά τον πόλεμο αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη ζωγραφική. Το 1947 πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση (αίθουσα τέχνης «Ρόμβος» στην Αθήνα), ενώ την ίδια περίοδο υπήρξε συνιδρυτής της καλλιτεχνικής ομάδας «Αρμός» (1949) συμμετέχοντας ενεργά στις εκθέσεις της. Το έργο του αναγνωρίστηκε ευρύτερα και ο Νικολάου εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Μπιενάλε της Βενετίας το 1936 και ξανά το 1964, καθώς και στη Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1957. Τις επόμενες δεκαετίες πραγματοποίησε συνολικά δέκα ατομικές εκθέσεις και έλαβε μέρος σε δεκάδες ομαδικές, καθιστώντας τον μία εξέχουσα μορφή της μεταπολεμικής ελληνικής τέχνης. Μάλιστα, το 1958 ίδρυσε τον «Όμιλο Φιλοτέχνων και Καλλιτεχνών», στο πλαίσιο του οποίου λειτούργησε η αίθουσα τέχνης «Αρμός» στο Κολωνάκι.
Παράλληλα με τη ζωγραφική, ο Νικολάου ανέπτυξε αξιοσημείωτη δραστηριότητα και σε άλλους τομείς της τέχνης. Φιλοτέχνησε μεγάλων διαστάσεων νωπογραφίες σε δημόσια κτήρια (όπως στην Πάντειο Σχολή, σε θέατρα και σε τουριστικά περίπτερα), ενώ ασχολήθηκε και με τη σκηνογραφία και τα κοστούμια, συνεργαζόμενος με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, το Εθνικό Θέατρο, το ΚΘΒΕ και άλλους φορείς. Εικονογράφησε επίσης περιοδικά και βιβλία – διετέλεσε συνεργάτης του λογοτεχνικού περιοδικού «Νέα Εστία» – και επιδόθηκε στις εφαρμοσμένες τέχνες, δημιουργώντας μεταξύ άλλων κεραμικά έργα, ταπισερί και καλλιτεχνικά εξώφυλλα δίσκων μουσικής. Το 1964 εξελέγη καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε επί μία δεκαετία (υπηρετώντας και ως διευθυντής κατά την περίοδο της δικτατορίας). Την ίδια χρονιά εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του Αγγέλα Ζουμπουλάκη στο νησί της Αίγινας, μετατρέποντας το σπίτι του εκεί σε τακτικό χώρο συνάντησης καλλιτεχνών και διανοουμένων.
Στο εικαστικό του έργο κυρίαρχη θέση κατέχει η γυναικεία μορφή. Από νωρίς ο Νικολάου επικεντρώθηκε στο γυμνό γυναικείο σώμα, το οποίο απέδιδε με έμφαση στη μνημειακότητα του όγκου, χωρίς προοπτική, συχνά συνδυάζοντάς το συνθετικά με τα τρία χαρακτηριστικά δέντρα της ελληνικής φύσης – τη συκιά, την ελιά και τη ροδιά. Το ύφος του χαρακτηρίζεται από λιτότητα στη φόρμα και συγκρατημένη χρήση χρώματος, στοιχεία που αντανακλούν την επίδραση μιας σύντομης θητείας του στην αφαίρεση. Υπήρξε βαθύς μελετητής της αρχαίας τέχνης· δημοσίευσε μάλιστα θεωρητικές μελέτες για τις αρμονικές αναλογίες των έργων και τη γένεση του αρχαϊκού κούρου. Ως εκ τούτου, η ζωγραφική του συνδυάζει τη μοντέρνα εξπρεσιονιστική έκφραση με αναφορές στην παράδοση: οι πίνακές του –ιδίως τα γυμνά και οι προσωπογραφίες– συγκεράζουν το σύγχρονο πνεύμα με στοιχεία της αρχαίας ελληνικής και αιγυπτιακής τέχνης, της αγγειογραφίας και των προσωπογραφιών του Φαγιούμ. Εξίσου λιτές και εκφραστικές παραμένουν οι τοπιογραφίες και οι (οχηματισμένες σε μικρή κλίμακα) νεκρές φύσεις του. Κατά τη δεκαετία του 1970 δεν δίστασε να πειραματιστεί με νέα μέσα, ζωγραφίζοντας με τον δικό του μοναδικό τρόπο επάνω σε θαλασσινά βότσαλα. Ασχολήθηκε περιστασιακά και με τη γλυπτική, η οποία ωστόσο αποτελεί την πλέον άγνωστη πτυχή του έργου του.
Ο Νικολάου παρέμεινε ενεργός καλλιτεχνικά σχεδόν ως το τέλος της ζωής του. Πέθανε στην Αθήνα το 1986, λίγο μετά την έκδοση του μοναδικού βιβλίου του, με τίτλο Η περιπέτεια της γραμμής στην τέχνη, όπου κατέγραψε τις αισθητικές του εμπειρίες και αναζητήσεις. Μετά τον θάνατό του, το έργο του τιμήθηκε μέσα από μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις – στην Εθνική Πινακοθήκη (1991) και στο Μουσείο Μπενάκη (2005) μεταξύ άλλων – ενώ το προσωπικό του αρχείο δωρίθηκε στο Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης από το Ίδρυμα Νίκου & Αγγέλας Νικολάου, διασώζοντας χιλιάδες σχέδια και τεκμήρια της δουλειάς του. Ως δάσκαλος και δημιουργός, ο Νικολάου άφησε ένα ξεχωριστό στίγμα στη νεοελληνική τέχνη, γεφυρώνοντας δημιουργικά τη μοντέρνα αισθητική με την κλασική παράδοση και επηρεάζοντας μεταγενέστερες γενιές καλλιτεχνών.
Βιβλιογραφία (εκδόσεις/μελέτες)
- Π. Δ. Καγκελάρη, Αναζητήσεις στη Σύγχρονη Ελληνική Ζωγραφική – Η Συλλογή Καγκελάρη, τ. 1, Αθήνα 1991.
- Όλγα Μεντζαφού-Πολύζου (επιμ.), Νικολάου, Εκδόσεις Αδάμ, Αθήνα 1998.
- Νίκος Νικολάου, κατάλογος έκθεσης, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2005.
- Σύγχρονη Ελληνική Ζωγραφική από τη Συλλογή Καγκελάρη, κατάλογος έκθεσης, Αλεξάνδρεια 1992.
- Νίκος Νικολάου: Σχέδια 1929–1986, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2017.
H βιογραφία δημιουργήθηκε με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης.