Βιογραφία
Ο Γεώργιος Γουναρόπουλος ήταν σημαντικός Έλληνας ζωγράφος του 20ού αιώνα, μέλος της καλλιτεχνικής «Γενιάς του ’30». Γεννήθηκε σε μια ελληνική κοινότητα της Μαύρης Θάλασσας (στη Σωζόπολη, αρχαία Απολλωνία, σημερινή Βουλγαρία) και από νεαρή ηλικία έδειξε το ταλέντο του στη ζωγραφική. Το 1906 η οικογένειά του μετοίκησε μόνιμα στην Αθήνα, όπου ο νεαρός Γουναρόπουλος εργάστηκε αρχικά ως επιγραφοποιός για να συμβάλει στα οικογενειακά έξοδα, ενώ παράλληλα καλλιεργούσε το σχέδιο. Το 1907 εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου σπούδασε ζωγραφική με καθηγητές διακεκριμένους Έλληνες δημιουργούς (όπως ο Σπύρος Βικάτος και ο Γεώργιος Ιακωβίδης). Διακρίθηκε επανειλημμένα στις σπουδές του και αποφοιτώντας το 1912 έλαβε το Θωμαΐδειο βραβείο, ένδειξη της λαμπρής του προόδου. Στα επόμενα χρόνια υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1919 κέρδισε, έπειτα από διαγωνισμό, την περίφημη Αβερώφειο υποτροφία που του επέτρεψε να συνεχίσει τις σπουδές του στη Γαλλία.
Το 1919 ο Γουναρόπουλος εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, στο καλλιτεχνικό περιβάλλον της Μονπαρνάς, και γράφτηκε στην Académie Julian καθώς και στην Académie de la Grande Chaumière. Παράλληλα εργάστηκε ως θεατρικός σκηνογράφος και μελέτησε εντατικά την τέχνη των παλαιών δασκάλων στα μουσεία, αλλά και τις σύγχρονες τάσεις στις παρισινές γκαλερί. Η επαφή του με τον ιμπρεσιονισμό, τον μετα-ιμπρεσιονισμό και τα νέα ρεύματα της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας τον βοήθησε να εξελίξει το ύφος του πέρα από την ακαδημαϊκή του βάση. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 διαμόρφωνε ένα προσωπικό ύφος και παρουσίαζε έργα του σε μεγάλα παρισινά Salon (Salon des Beaux-Arts, Salon d'Automne, Salon des Indépendants), όπου απέσπασε εγκωμιαστικές κριτικές. Το 1925 πραγματοποίησε την πρώτη ατομική έκθεσή του στο Παρίσι (στη φημισμένη γκαλερί Vavin-Raspail) με εντυπωσιακή επιτυχία, και έως το 1928 ακολούθησαν αρκετές ακόμη εκθέσεις που τον καθιέρωσαν στη γαλλική πρωτεύουσα. Χαρακτηριστικό είναι ότι την περίοδο αυτή, με την καταξίωσή του στη διεθνή αγορά τέχνης, υπέγραφε τους πίνακές του ως “G. Gounaro”. Παράλληλα, το 1929 παρουσίασε την πρώτη ατομική έκθεσή του στην Αθήνα (στην γκαλερί Στρατηγοπούλου), η οποία προκάλεσε έντονες αντιδράσεις: οι συντηρητικοί κριτικοί την επέκριναν, όμως οι νεότεροι την υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό για την πρωτοποριακή ματιά του.
Η παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929 επηρέασε την αγορά τέχνης στο Παρίσι και ο Γουναρόπουλος επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα. Έως το 1931 είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα, όπου εντάχθηκε στη δυναμική εικαστική σκηνή του Μεσοπολέμου. Μαζί με άλλους καλλιτέχνες της λεγόμενης «Γενιάς του ’30» –όπως ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος και ο ζωγράφος Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας που επέστρεψαν από το Παρίσι, και ο εξπρεσιονιστής Γιώργος Μπουζιάνης από τη Γερμανία– εισήγαγε σύγχρονες μοντερνιστικές τάσεις στην ελληνική τέχνη, γεφυρώνοντας τη διασπορά με την πατρίδα. Το 1934 εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Μπιενάλε της Βενετίας, ενώ το 1935 συμμετείχε στην ιστορική «Έκθεση των Τριών» (με Χατζηκυριάκο-Γκίκα και Τόμπρο), που θεωρείται ορόσημο για τη μοντέρνα τέχνη στην Ελλάδα. Κατά τη δεκαετία του 1930 έλαβε μέρος και σε πολλές άλλες ομαδικές εκθέσεις (Πανελλήνιες κ.ά.), εδραιώνοντας τη φήμη του. Το 1937 ανέλαβε, μετά από ανάθεση του Δήμου Αθηναίων, τη μνημειακή τοιχογράφηση της αίθουσας συνεδριάσεων στο Δημαρχείο της Αθήνας. Εκεί φιλοτέχνησε μια μεγάλη τοιχογραφία με θέμα την ιστορία της πόλης, χρησιμοποιώντας τη σπάνια τεχνική ελαιογραφίας με κερί (encaustic) και συνδυάζοντας την πιστή ιστορική απεικόνιση με το προσωπικό του ονειρικό ύφος. Τα επόμενα χρόνια ο Γουναρόπουλος αγιογράφησε και τον ναό της Αγίας Τριάδας στο Δημοτικό Νοσοκομείο Βόλου (1950-51).
Στη μεταπολεμική περίοδο ο Γουναρόπουλος συνέχισε αδιάκοπα τη δημιουργική του πορεία με διεθνή απήχηση. Το 1947 συμμετείχε σε σημαντική έκθεση στη Στοκχόλμη και το 1948 πραγματοποίησε ατομική έκθεση στη Νέα Υόρκη (στη γκαλερί Hugo του Αλέξανδρου Ιόλα), φέρνοντας την ελληνική μοντέρνα τέχνη στο διεθνές προσκήνιο. Στις επόμενες δεκαετίες παρουσίασε τα έργα του σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το 1958 τιμήθηκε με το διεθνές βραβείο Γκούγκενχαϊμ εκπροσωπώντας την Ελλάδα, ενώ το 1959 και το 1963 παρουσίασε έργα του στις Μπιενάλε του Σάο Πάολο και της Αλεξάνδρειας αντίστοιχα. Το 1975 η Εθνική Πινακοθήκη οργάνωσε μεγάλη αναδρομική έκθεση για το έργο του, επιβεβαιώνοντας την καταξίωσή του όσο ήταν ακόμη εν ζωή. Το προσωπικό εικαστικό ύφος που ανέπτυξε ο Γουναρόπουλος χαρακτηρίζεται από μια ποιητικά συμβολική, σχεδόν υπερρεαλιστική ατμόσφαιρα: μορφές με έντονο γραμμικό σχέδιο –εν μέρει εμπνευσμένες από την αρχαία ελληνική αγγειογραφία– αναδύονται σε ονειρικά τοπία, με το φως και τη σκιά να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στον λυρισμό των συνθέσεων. Ο Γουναρόπουλος απεβίωσε το 1977, αναγνωρισμένος ως ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της νεοελληνικής ζωγραφικής. Το σπίτι-εργαστήριό του στου Ζωγράφου λειτουργεί ως Μουσείο Γ. Γουναρόπουλου από το 1979, στεγάζοντας πολλά από τα έργα και προσωπικά του αντικείμενα. Έργα του βρίσκονται επίσης στην Εθνική Πινακοθήκη και σε άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και διεθνώς. Η ιδιαίτερη σχέση του με τη γενέθλια γη της διασποράς τιμάται μέχρι σήμερα – το 2023 εγκαινιάστηκε αίθουσα με το όνομά του στη Δημοτική Πινακοθήκη Σωζόπολης.
ΒιβλιογραφίαΣκαλτσά, Ματούλα. Γουναρόπουλος. Αθήνα: Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, 1990.Γιακουμής, Δημήτρης & Μαρκάτου, Δώρα Φ. Γιώργος Γουναρόπουλος: Τοιχογραφίες. Αθήνα: Δήμος Ζωγράφου – Μουσείο Γ. Γουναρόπουλου, 2015.Βελένη, Θάλεια. Γιώργος Γουναρόπουλος – addenda. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ανάτυπο, 2017.Μουρέλος, Γεράσιμος. «Γιώργος Γουναρόπουλος». Στο: Σ. Λυδάκης & Α. Καρακατσάνης (επιμ.), Οι Έλληνες Ζωγράφοι, τόμ. 2 (20ός αιώνας). Αθήνα: Μέλισσα, 1976, σσ. 88–129.Προκοπίου, Ανδρέας Γ. Ένας ζωγράφος της οπτασίας: Γ. Γουναρόπουλος. Αθήνα, 1969.This biography was created with the assistance of AI.