Βιογραφία
Ο Πάνος Βαλσαμάκης γεννήθηκε το 1900 στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας – μια ακμάζουσα ελληνική πολιτεία γνωστή για την πνευματική της άνθηση και ως γενέτειρα, μεταξύ άλλων, του μεγάλου ζωγράφου Φώτη Κόντογλου – από εύπορη οικογένεια. Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην περίφημη Ακαδημία Κυδωνιών, κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό και συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία (1919–1922). Μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ο Βαλσαμάκης μαζί με την οικογένειά του κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Λέσβο, ενώ δύο από τα αδέλφια του είχαν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Την ίδια χρονιά, εγκαταστάθηκε με τους οικείους του στην Αθήνα. Την περίοδο 1923–1930 σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μασσαλίας, καθώς και κεραμική στη σχολή «Saint-Jean-du-Désert» στη Μασσαλία.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1930 ανέλαβε τη διεύθυνση του Καλλιτεχνικού Εργαστηρίου της Α.Ε. «Κεραμεικός». Διατήρησε τη θέση αυτή έως το 1942, όταν το εργοστάσιο επιτάχθηκε από τις δυνάμεις της Κατοχής. Από το 1942 έως το 1957 υπηρέτησε ως καλλιτεχνικός διευθυντής του εργοστασίου «Κεραμική ΑΚΕΛ» στο Λαύριο. Μετά το 1957 εργάστηκε αποκλειστικά ως κεραμίστας στο ιδιωτικό του εργαστήριο στο Μαρούσι. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1986.
Το καλλιτεχνικό έργο του Βαλσαμάκη —σπάνιο τόσο ως προς το εκφραστικό μέσο όσο και ως προς τη μανιέρα του— διακρίνεται για την έντονη σχηματοποίηση και την πλούσια, σχεδόν λαμπερή, χρωματική παλέτα του. Στα έργα του συναντώνται δημιουργικά η ελληνική εικαστική παράδοση – με εμφανείς επιρροές από τη βυζαντινή αγιογραφία και τη λαϊκή τέχνη – και οι μοντέρνες τάσεις της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Παρά το γεγονός ότι αξιοποιεί κάθε εκδοχή της καμπύλης, του κύκλου και των γεωμετρικών σχημάτων με διάθεση αφαίρεσης στην απόδοση των θεμάτων του (σε μια λογική που θυμίζει τη βυζαντινή αγιογραφία), τα έργα του εντούτοις σφύζουν από ζωή και πλαστικότητα. Η παραστατικότητα περιορίζεται στο απολύτως ουσιώδες, χωρίς περιττές λεπτομέρειες, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο χρώμα. Στις πρώτες φάσεις της καλλιτεχνικής του πορείας οι δημιουργίες του διέθεταν έντονο αφηγηματικό χαρακτήρα και απέδιδαν ειδυλλιακές σκηνές της καθημερινής ζωής στην ύπαιθρο με ρομαντικό, ιδεαλιστικό τόνο. Ήδη σε αυτά τα πρώιμα έργα διαφαίνεται η επιδίωξή του να μεταφέρει μια ζωγραφική σύνθεση πάνω σε κεραμική επιφάνεια, προσαρμόζοντάς την στις απαιτήσεις του υλικού. Αργότερα, η γραφή του έγινε σταδιακά πιο αφαιρετική και γεωμετρική· οι μορφές απέκτησαν πιο στιβαρή και σχηματοποιημένη υπόσταση, συχνά σε αλληλοεπικαλυπτόμενες συνθέσεις – στοιχείο που προσέδωσε στο έργο του μια ξεχωριστή διακοσμητική διάσταση. Την ίδια περίοδο έκαναν την εμφάνισή τους και τα πρώτα ζωόμορφα κεραμικά του, εμπνευσμένα από τα προϊστορικά κεραμικά της Ελλάδας και της Ανατολής. Στατικά με την πρώτη ματιά, αλλά με έντονο εσωτερικό παλμό, τα έργα του καταφέρνουν να αποπνέουν μια διαχρονική ζωντάνια. Η θεματολογία του αντλεί άλλοτε έμπνευση από τις αλησμόνητες πατρίδες της Μικράς Ασίας και άλλοτε από τη φύση και τον σύγχρονο κόσμο.
Θεωρείται ο θεμελιωτής της έντεχνης κεραμικής στην Ελλάδα. Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα η κεραμική στη χώρα περιοριζόταν κυρίως σε χρηστικά αντικείμενα λαϊκής τέχνης· ο Βαλσαμάκης ήταν εκείνος που την ανέδειξε σε μορφή υψηλής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Έργα του καλλιτέχνη βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Μουσείο Βορρέ Σύγχρονης Τέχνης και στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών, ενώ πολλές από τις κεραμικές συνθέσεις του κοσμούν τις προσόψεις και τους εσωτερικούς χώρους δημόσιων και ιδιωτικών κτηρίων. Παρουσίασε έργα του και εκτός Ελλάδας, αποσπάζοντας μάλιστα σημαντικές διακρίσεις όπως το χρυσό βραβείο των Βρυξελλών, το αργυρό των Παρισίων και το χάλκινο του Α’ Πανελληνίου, μεταξύ άλλων. Το 1982 οργανώθηκαν μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις του έργου του στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας και στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών της Θεσσαλονίκης. Επιπλέον, το 2015 ανακοινώθηκε η δημιουργία Μουσείου Κεραμικής «Πάνος Βαλσαμάκης» σε ένα διατηρητέο βιομηχανικό κτήριο στο Λαύριο, σε αναγνώριση της προσφοράς του στην ελληνική κεραμική τέχνη.
Βιβλιογραφία:
- «Πάνος Βαλσαμάκης» έκδοση ΖΥΓΟΣ 1979