Biography
(Ελληνικά)Από τους προεξάρχοντες εκπρόσωπους της γενιάς του ’60 στη νεοελληνική ζωγραφική, της δεύτερης πιο ολοκληρωμένης γενιάς μετά από αυτή του ’30[1], με μέλη της, μεταξύ άλλων, τους Α. Φασιανό, Γ. Γαΐτη, Χρ. Καρά, Δ. Κοκκινίδη, Η. Δεκουλάκο, Λ. Κανακάκι, Β. Σπεράντζα, οι οποίοι, χωρίς να εγκαταλείψουν την παραστατική ζωγραφική, παρέμειναν σε επαφή με τα μοντέρνα κινήματα και τόνισαν το προσωπικό στοιχείο στην τέχνη τους, και ασφαλώς από τους πιο αναγνωρίσιμους ζωγράφους της Νεοελληνικής Τέχνης, ο Δημήτρης Μυταράς γεννήθηκε στις 30/6/1934 στη Χαλκίδα, όπου και μεγάλωσε. Η μητέρα του Ελένη, το γένος Γούτου, πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του, σε ηλικία μόλις 30 ετών. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος, εκείνος κληρονόμησε την εικαστική της γραφή, καθώς από σχέδιά της είναι καταφανής η εικαστική της κλίση. Ο πατέρας του, Βασίλης, ο οποίος διατηρούσε κουρείο και είχε δοκιμάσει την τύχη του για ένα διάστημα ως μετανάστης στο Σικάγο, παντρεύτηκε σύντομα για δεύτερη φορά, τη Φρόσω, η οποία θα σταθεί δίπλα στο νεαρό Μυταρά σαν δεύτερη μητέρα. Τα πρώτα δέκα τουλάχιστον χρόνια της ζωής του ήταν δύσκολα και μίζερα, εν μέσω της σκληρής γερμανικής Κατοχής, μη έχοντας ούτε παπούτσια να φορέσει. Από μικρή ηλικία, όμως, ο μικρός Μίμης αποδρούσε στη ζωγραφική, αποτυπώνοντας αεροπλάνα και αερομαχίες στους τοίχους της κουζίνας του σπιτιού του[2], τα οποία, άλλωστε, έβλεπε και στην πραγματική ζωή, στα ταραγμένα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου. Στη συνέχεια, όπως θα δηλώσει ο ίδιος, εξέθετε τις δημιουργίες του στο κουρείο του πατέρα του[3].
Το 1953 περνάει έβδομος στην ΑΣΚΤ, βρίσκοντας στέγη και υποστήριξη στην Αθήνα στην κατά επτά χρόνια μεγαλύτερη αδερφή του[4], Μαρία. Στην ΑΣΚΤ έχει δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη (1916-2009), ο οποίος τον στηρίζει καθοριστικά στην καλλιτεχνική του πορεία, και για ένα έτος στο τέλος των σπουδών του, τον Σπύρο Παπαλουκά (1892-1957). Ως σπουδαστής θα λάβει 2 βραβεία και 5 επαίνους. Το 1957, με υποτροφία του Βασιλικού Ιδρύματος, μελετά τη λαϊκή τέχνη στη Μυτιλήνη. Στο δεύτερο έτος των σπουδών του γνωρίζεται με την κατά ένα έτος νεότερη συμφοιτήτριά του, Χαρίκλεια Τριανταφύλλου (γνωστή και ως Ζουζού Μυταρά), με την οποία συνάπτουν γάμο το 1960. To 1961 κερδίζει το βραβείο νέων διαγωνισμού αφίσας της Lufthansa. Αμέσως μετά φεύγουν με τη σύζυγό του στο Παρίσι, με υποτροφία του ΙΚΥ, όπου σπουδάζει από το 1961 έως το 1964 σκηνογραφία και διακόσμηση στην Ecole Normal Supérieure des Arts Décoratifs και παρακολουθεί μαθήματα εφαρμοσμένων τεχνών στην Ecole Nationale Supérieure des Arts Appliqués et des Métiers d’Art. Με τη σύζυγό του Χαρίκλεια διαμένουν σε σπίτι έξω από το κέντρο του Παρισιού, όπου για να ζήσουν αναγκάζεται να δουλέψει ως μπογιατζής και αφισοκολλητής, ώστε να συμπληρώσει τα χρήματα της υποτροφίας. Παρ’ όλα αυτά, καταφέρνουν να ταξιδέψουν σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης και να επισκεφτούν σημαντικά μουσεία τέχνης. Όταν επιστρέφουν στην Αθήνα, ο Μυταράς αναλαμβάνει τη διδασκαλία εσωτερικής διακόσμησης στην ΑΤΙ (Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο)-Σχολή Δοξιάδη, όπου θα διδάξει από το 1964 έως το 1972. Το 1973 αποκτά έναν γιο, τον Αριστείδη, ο οποίος θα σπουδάσει μουσική στις ΗΠΑ. Στο μεταξύ, το 1969, διορίζεται βοηθός του Γιάννη Μόραλη στην ΑΣΚΤ και έξι έτη αργότερα αντικαθιστά τον Νίκο Νικολάου (1909-1986) στο Προκαταρτικό Εργαστήριο. Το 1978 οργανώνει με τη σύζυγό του το Εργαστήρι Τέχνης στη Χαλκίδα, που στεγάζεται στο νεοκλασικό διατηρητέο στην πλατεία Αγίου Δημητρίου. Το 1982 τον διαδέχεται με τη σειρά του στο Προκαταρτικό Εργαστήριο ο μετέπειτα επίσης καθηγητής και πρύτανης της Σχολής, Τριαντάφυλλος Πατρασκίδης, ενώ εκείνος διαδέχεται τον δάσκαλό του Γ. Μόραλη στο Α’ εργαστήριο. Για ένα μικρό διάστημα (1983-1985) διετέλεσε πρύτανης, θέση από την οποία παραιτήθηκε, λόγω της γραφειοκρατίας που αντιμετώπισε στην άσκηση των καθηκόντων του και των αλλεπάλληλων καταλήψεων. Στο Α’ Εργαστήριο θα διδάξει έως το 2001, οπότε τον διαδέχεται ο Ζαχαρίας Αρβανίτης. Διατήρησε το πιο δημοφιλές Εργαστήριο της Σχολής, με εκατοντάδες μαθητές.[5] Το 1990 έλαβε το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο. Το 2005 έλαβε, μαζί με τη σύζυγό του, το χρυσό μετάλλιο της πόλης από το Δήμο Χαλκιδέων. Το 2008 εκλέχτηκε σχεδόν παμψηφεί στην Ακαδημία μετά από πρόταση των Τέτση και Χρήστου, για να διαγραφεί από ενεργό μέλος μόλις δύο έτη μετά, με την αυστηρή τήρηση του καταστατικού, λόγω …απουσιών του από τις συνεδριάσεις της, εξαιτίας σοβαρού προβλήματος υγείας του. Το 2013 δωρίζει το έργο Ο φόνος στην Εθνική Πινακοθήκη, εις μνήμη του Θόδωρου Αγγελόπουλου που πέθανε λίγο καιρό πριν χτυπημένος από διερχόμενη μοτοσυκλέτα. Διατήρησε το ατελιέ του αρχικά σε ένα υπόγειο μιας πολυκατοικίας στην οδό Πανόρμου 81 και αργότερα στη Νέα Φιλοθέη. Ζωγράφιζε ασταμάτητα, δουλεύοντας με πάθος δέκα ώρες την ημέρα (με κλειστά παντζούρια και σταθερό φως), φιλοτεχνώντας περί τα 4.000 έργα[6], έως το 2008, οπότε θα προσβληθεί από μια σπάνια νευροπάθεια της όρασης που θα του στερήσει το 90% της όρασής του, την οποία θα χάσει εντελώς το 2016. Από το 2015 είχε αποσυρθεί στο σπίτι του στο Πολύγωνο, λόγω και της άνοιας που τον είχε καθηλώσει εκεί. Πέθανε στις 16/2/2017, την ίδια μέρα με τον σπουδαίο καλλιτέχνη της ελληνικής Διασποράς, Γιάννη Κουνέλλη (1936-2017), και δύο μέρες πριν από την απώλεια του συνάδελφού του στην ΑΣΚΤ, νεο-ρεαλιστή ζωγράφου, Γιάννη Βαλαβανίδη. Η κηδεία του τελέστηκε δημοσία δαπάνη στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών, όπου εκφώνησε επικήδειο η τότε διευθύντρια της ΕΠΜΑΣ, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, αποκαλώντας τον «στοχαστικό της ποιητικής τέχνης και φωτισμένο δάσκαλο. Τα έργα του έχουν μία τόσο συμπυκνωμένη ενέργεια που μας συνεπαίρνουν»[7].
Ο Δημήτρης Μυταράς πρωτοεμφανίστηκε σε εκθέσεις στην 6η Πανελλήνιο του 1957, στο Ζάππειο, όπου θα συμμετάσχει και στις επόμενες τρεις διοργανώσεις, τα έτη 1960 (όπου διακρίνεται με το μεγάλο πίνακα που παρουσιάζει), 1965, 1967. Το 1958 ξεχωρίζει με το έργο του στο Α’ Σαλόν Καλλιτεχνών του “Ζυγού”, λαμβάνοντας το Α’ Βραβείο, αφού κατόρθωσε, όπως τονίζει η Ελένη Βακαλό, «υπερπηδώντας το επίπεδο μιας θεμελιώδους τοποθέτησης αξιών, να προωθηθή ως την προσωπική έκφραση, δημιουργώντας ιδιόμορφα προβλήματα και λύσεις για την δουλειά του»[8]. Η θετική εντύπωση για το νεαρό ζωγράφο θα εδραιωθεί δύο έτη αργότερα, στην ομαδική έκθεση των «Νέων Καλλιτεχνών» στην Γκαλερί “Αρμός”, όπου θα παρουσιάσουν δουλειά τους οι Λ. Κανακάκις, Γ. Κολέφας, Α. Μουζάκης, Ε. Πανουργιάς, Ι. Παρμακέλης, Δ. Γουναρίδης, κ.ά. Η Ε. Βακαλό θα υπογραμμίσει τότε την «οργανικά αρχιτεκτονική διάρθρωση της σύνθεσης με τη διαυγή αίσθηση των χρωματικών αξιών, του βάρους τους και της λειτουργίας τους μέσα στις ρυθμολογικές σχέσεις»[9]. Το ίδιο έτος θα τοποθετεί ενθαρρυντικά δημοσίως για τον νέο καλλιτέχνη ο θρυλικός εκπρόσωπος της καλλιτεχνικής γενιάς του ’30, Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989), επισημαίνοντας ότι «σχεδιάζει τα όρια των χρωμάτων χρωματίζοντας και ζωγραφίζοντας», και τονίζοντας την ενστικτώδη επίγνωσή του «ότι η ζωγραφική είναι ένας συνεχής μόχθος μεταφράσεως των τριών διαστάσεων στη γλώσσα της ζωγραφικής, που είναι η γλώσσα των χρωματικών αρμονιών»[10]. Τον ζωγράφο θα διακρίνουν, επίσης, το 1960, ο Γ. Π. Σαββίδης, αναφερόμενος στη στερεότητα και ωριμότητα της ζωγραφικής του μεταξύ της έτσι κι αλλιώς εικαστικά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας και πλούσιας γενιάς του[11], καθώς και ο επί σειρά ετών διευθυντής της ΕΠΜΑΣ, Μαρίνος Καλλιγάς, το 1961, με αφορμή τη διάκρισή του στην εξαιρετικά ποιοτική «Πανελλαδική Νέων» εκείνης της χρονιάς στο Γαλλικό Ινστιτούτο[12]. Οι ατομικές εκθέσεις του Μυταρά αρχίζουν με εκείνη στο “Ζυγό” το ίδιο έτος (1961), με τις περίφημες φιγούρες του με τα φυλλώματα, και συνεχίζουν με την επιστροφή του από το Παρίσι το 1964, στην “Αίθουσα Χίλτον”, όπου παρουσιάζει καθρέφτες, εσωτερικά, ύπαιθρο και μελέτες. Το επόμενο έτος εκθέτει στη Γκαλερί
“Άστορ” στην Αθήνα («Σπουδές για το θέατρο»). Το 1966 οργανώνει, πάλι στην Αθήνα, την έκθεση «Σπουδή για έναν καθρέφτη» στην Γκαλερί “Μέρλιν”[13]. Με την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών δεν σταματάει να εκθέτει, πρώτα το 1969, στη Θεσσαλονίκη, στην Αίθουσα της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρίας “Τέχνη”, και στην Αθήνα, πάλι στην “Άστορ” (σαρανταπέντε σπουδές για το θέατρο). Εκείνη την περίοδο παρουσιάζει μια στροφή στην τεχνοτροπία του, χειριζόμενος πρώτος στην Ελλάδα τον κριτικό ρεαλισμό, ή φωτορεαλισμό, προκαλώντας αίσθηση με την έκθεσή του το 1970 στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, παρουσιάζοντας τα νεοκλασικά του με τις σύγχρονες φιγούρες. Στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη θα εκθέσει και τα έτη 1976 (επιτύμβια), 1980 (πορτρέτα, νυχτερινά τοπία από Εθνική Αθηνών-Λαμίας, μοτοσυκλετιστές, λουόμενες), 1982, 1984 και 1987 (σκηνές από ατυχήματα, νεο-εξπρεσιονιστικα πορτρέτα κοσμικών κυριών, φανταστικό θέατρο). Η παρουσία του στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1972, όπου εκπροσωπεί την Ελλάδα μαζί με τους Φασιανό, Πανουργιά, Πηλαδάκη, σε επιμέλεια Μ. Μανούσακα, θα αποτελέσει θετική έκπληξη, με αποτέλεσμα τα έργα του να παρουσιαστούν αμέσως μετά σε ατομικές εκθέσεις στην Μπολόνια και τη Φλωρεντία, και το 1973 στη Ρώμη και τη Γένοβα. Δεν θα σταματήσει να εκθέτει τόσο στην Αθήνα, σε ατομικές[14] και ομαδικές[15] εκθέσεις, όσο και στην ελληνική επικράτεια[16], καθώς και στη Βόρεια Αμερική, την Ιαπωνία και την Αυστραλία[17]. Αποκορύφωμα της πορείας του ήταν η αναδρομική έκθεση έργων του το 1995 στην Εθνική Πινακοθήκη, από τις ελάχιστες αναδρομικές του Ιδρύματος για εν ζωή καλλιτέχνη, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά τα μεγάλα μνημειακά έργα του. Το 2015 οργανώθηκε προς τιμήν του (με τον ίδιο να μην μπορεί να παραστεί για λόγους υγείας) η έκθεση «Ο Δημήτρης Μυταράς και οι συνεργάτες του στην Α.Σ.Κ.Τ.», σε επιμέλεια Ζ. Αρβανίτη, με συμμετοχή των Θ. Πανουργιά, Τρ. Πατρασκίδη κ.ά., και παρουσίαση 55 έργων του από όλες τις περιόδους δημιουργίας του. Μετά τον θάνατό του διοργανώθηκε έκθεση στη γεννέτειρά του Χαλκίδα με τίτλο «Η Εύβοια του Δημήτρη Μυταρά», στο πλαίσιο των εγκαινίων της Δημοτικής Πινακοθήκης Δημήτρη Μυταρά (σε αναπαλαιωμένο βιομηχανικό κτήριο του 1909 – πρώην αλευρόμυλο), καθώς και αναδρομική έκθεση για το έργο του από το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή στην Άνδρο το 2018 (με τον τίτλο «Δημήτρης Μυταράς: από το σύγχρονο στο διαχρονικό»)[18].
Παράλληλα με τη διδασκαλία και την εικαστική του παραγωγή, ο Δημήτρης Μυταράς επιδίδεται, ήδη ως μαθητής, και στη σκηνογραφία, συμμετέχοντας από νωρίς σε σημαντικές θεατρικές παραγωγές, με την πρώτη να είναι το Απόψε αυτοσχεδιάζουμε του Luigi Pirandello, από τον θίασο του Δημήτρη Μυράτ που του ανέθεσε τη συνεργασία, το 1961, σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη (1925-1999) και μουσική Μάνου Χατζιδάκι (1925-1994)[19]. Στη συνέχεια θα συνεργαστεί έξι φορές με τον σπουδαίο Κάρολο Κουν (1908-1987) και το Θέατρο Τέχνης, και με πολλούς άλλους διακεκριμένους σκηνοθέτες, όπως ο Σπύρος Ευαγγελάτος και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, ο Αλέξης Σολωμός, ο Μίμης Κουγιουμτζής κ.ά. Παρουσίασε σκηνογραφίες του και στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου το 1994 και το 1998[20]. Έργα του θα κοσμήσουν πολλά εξώφυλλα σημαντικών περιοδικών και λευκωμάτων, όπως του περιοδικού Ζυγός του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1960, του Ημερολογίου της ΑΓΕΤ-“Ηρακλής” του 1973, του Χρονικού του ’76 από το πνευματικό κεντρικό “Ώρα” και του περιοδικού Το σήμα το 1980. Θα εργαστεί επίσης σε μνημειακά και διακοσμητικά έργα, όπως στον Astir Palace της Βουλιαγμένης (1968), όπου διακοσμεί την Αίθουσα “Πήγασος”, και στο Νοσοκομείο “Μητέρα”, όπου δημιουργεί το τσιμεντένιο ανάγλυφο (1977)[21]. Κυριότερο από αυτά είναι το έργο Δεξίλεως που ανέλαβε το 2002, το οποίο εγκαινιάστηκε το 2004, για τον Σταθμό του Μετρό της Δάφνης. Το 2006 ζωγραφίζει το εσωτερικό στο ξωκκλήσι της περιοχής που διαμένει, μετά από τη σύμφωνη γνώμη και των κατοίκων, στο 58ο χμ Αθηνών-Σουνίου στην Παλαιά Φωκαία, ονομάζοντάς το Παναγία Καταφυγιώτισσα από το όνομα της ομώνυμης συνοικίας της περιοχής, όπου προσωποποιεί τους ανέμους. Τέλος, έγραψε και δημοσίευσε και ο ίδιος πολλά βιβλία[22]. Έγραφε συχνά επιφυλλίδες και μελέτες στον ημερήσιο Τύπο και σε περιοδικά, ενώ έδωσε δεκάδες συνεντεύξεις, παίρνοντας πάντα μαχητική στάση για το έργο του, αλλά και για την τέχνη και τον πολιτισμό εν γένει. Διατηρούσε συλλογή με πάνω από 3000 αχιβάδες και όστρακα, καθώς και κρανία ζώων.
Το εικαστικό ιδίωμα του Δ. Μυταρά χαρακτηρίζεται από μια έντονη προσήλωση στο σχέδιο, και μια βαθιά οραματική διάθεση, υπακούοντας σε έναν μουσικό εσωτερικό ρυθμό, παλεύοντας, όμως, όπως είχε δηλώσει, με το εικαστικό αποτέλεσμα κατά τη διαδικασία δημιουργίας του έργου[23], θυμίζοντας εδώ και την αμεσότητα της νέας αμερικανικής ζωγραφικής. Δεν έκρυψε ποτέ τις προτιμήσεις του στη ζωγραφική, κυρίως για τον Βαν Γκογκ και τον Πικάσο, αλλά αναφερόμενος συχνά και στους Hockney, Rembrandt, Uccello, Genovés, και πολύ πιο πίσω στο χρόνο, στην αρχαία ζωγραφική της Πομπήιας, τις αρχαϊκές κόρες της Ακρόπολης και τα αρχαία επιτύμβια. Η Έφη Ανδρεάδη θα προσθέσει, πως ήδη με τις «σπουδές του για τον καθρέφτη» το 1966 δημιουργεί «“είδωλα” που κυκλοφορούν σε ένα φανταστικό ενυδρείο ανακλάσεων που θυμίζει κάπως το μυστηριακό κλίμα ενός Odilon Redon, χωρίς όμως το έρεβος».[24] Η Βεατρίκη Σπηλιάδη θα αναφερθεί επίσης εύστοχα στην αντιστοιχία της προσήλωσής του στο θέμα των καθρεφτών εκείνη την εποχή με εκείνης του Giorgio Morandi στα μπουκάλια, στεκόμενη στη λυρική «μαγεία» της ζωγραφικής του.[25] Ο Τ. Σπητέρης θα διακρίνει τη σχέση του με τους Bacon, Lichtenstein, τα κόμιξ, τις διαφημιστικές αφίσες και τον κριτικό ρεαλισμό[26]. Η Λίνα Τσίκουτα θα εντοπίσει και την επίδραση του De Kooning στη θεματική σειρά των λουόμενων του Μυταρά.[27] Ο Μίλτης Παρασκευαΐδης, σε μια πιο ψυχογραφική ανάγνωση, που αντιστοιχεί, όμως, στην περίπλοκη κοινωνική πραγματικότητα εκείνης της περιόδου, ανιχνεύει τις ικανότητες καταβύθισης του Μυταρά στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, και τον εντοπισμό των βουβών ψυχικών τραγωδιών συνειδήσεως, που προκαλεί η αγχώδης εποχή μας «σε πρόσωπα ανθρώπων που παρουσιάζει στους πίνακές του σαν καθολικώτερες μορφές αρχαίου ελληνικού δράματος»[28]. Χαρακτηριστικό στοιχείο της δημιουργικής πορείας του Δ. Μυταρά ήταν η έντονη επαφή του με το άμεσο περιβάλλον του και η διαρκής μετουσίωση της εμπειρίας του σε εικαστική δημιουργία. Η Ε. Βακαλό στη μονογραφία για το έργο του θα σταθεί στο ότι βρισκόταν «πάντα μέσα στην εποχή του, επιχειρώντας ίσα ίσα αυτό που αποκλείει η εποχή μας! Την άσκηση της ματιάς της (και τη δοκιμασία της) σε θέματα βασικά, παντοτινά, της τέχνης (και τη δοκιμασία τους επίσης σε νέα δεδομένα)»[29]. Όπως καταθέτει ο ίδιος: «Προσωπικά, ό,τι ζωγράφιζα πάντα στηριζόταν στην εμπειρία που είχα από τα πράγματα».[30] Ταυτόχρονα, ο Μυταράς επιδίωξε με τη ζωγραφική του να αναδείξει την ποιότητα του τόπου καταγωγής του, μη αρνούμενος την προϋπάρχουσα ελληνική ζωγραφική[31], δανειζόμενος σύμβολα και μορφές από τον κόσμο της παράδοσης. Αυτό το επιχείρησε πάντα, όμως, έχοντας στο νου του να σκάψει τη μορφή, ώστε να αναδειχθεί η προσωπικότητα της δικής του ζωγραφικής. Όπως τονίζει και ο ίδιος σε μελέτη του για τον Τσαρούχη: «Ο αληθινός καλλιτέχνης είναι εκείνος που ολοκληρώνεται στο χώρο του και γνωρίζει τα όριά του. Εκείνος που εξαντλεί τις δυνατότητές του, ορίζει τα σύμβολά του και διατυπώνει την προσωπική του γραφή»[32]. Μιλώντας ο ίδιος για το δικό του έργο, σε συνέντευξή του το 1995, θα χαρακτηρίσει τη ζωγραφική του μαχητική, ονειρική, μεταφυσική.[33] Η σφαιρική και ολόψυχη επαφή του, σε κάθε περίπτωση, με την Ελλάδα και τα σύμβολά της, τις έντονες αντιθέσεις της, τα κατά καιρούς προβλήματα που ακούραστα στηλιτεύει με τον δημόσιο λόγο του, δεν παύει να είναι αυτή που τον μαγεύει, κυρίως μέσα από το απαράμιλλο τοπίο της. Σε εισαγωγή του για έκθεση του Πέτρου Ζουμπουλάκη το 1975 θα τονίσει: «Το ελληνικό τοπίο αν το δούμε μέσα από την λεία και κοφτερή του καθαρότητα είναι ανεπιτήδευτα μεταφυσικό»[34]. Ο Δημήτρης Μυταράς δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει και το φωτογραφικό ντοκουμέντο στη ζωγραφική του, κυρίως στα έργα του μέσα στη δικτατορία, αλλά και το ίδιο το μέσο της φωτογραφίας αντί για ζωντανό μοντέλο, καθώς του έδινε μεγαλύτερη δημιουργική ελευθερία κινήσεων, τραβώντας ο ίδιος εκατοντάδες λήψεις και κρατώντας συχνά αρχείο από εφημερίδες και περιοδικά. Το έργο του έχει την αφετηρία του σε μια συναισθηματική μορφή προσωποπαγούς εξπρεσιονισμού, που σέβεται τις χρωματικές αρμονίες, εμπιστευόμενος ταυτόχρονα την ενστικτώδη γραφή του στο δυναμικό του σχέδιο. Εν τέλει, κατορθώνει να επιβληθεί με τη μορφή της ζωγραφικής του στο θεατή, χωρίς όμως να επιτρέπει στη μορφή να αποσιωπήσει το περιεχόμενο, που είναι πάντα ο οδηγός στη ζωγραφική του δημιουργία, προσδοκώντας μια τέχνη που έχει πάντα κάτι να πει, να δηλώσει ή να καταδείξει. Σε συνέντευξή του, άλλωστε, ήδη το 1980, θα υποστηρίξει: «Η ζωγραφική μου (…) έχει την πρόθεση να καταγράφει το περιβάλλον μας. (…) Πορτραίτα, μοτοσυκλετιστές, αλλοτριωμένα τοπία, οτιδήποτε μπορούσε να ερεθίζει την αίσθησή μου και τα τεντωμένα νεύρα του ανθρώπου που ζει την ένταση και τον ρυθμό μιας ζωής που συνεχώς επιταχύνεται».[35] Ο Μυταράς αφοσιώνεται στη συνέχεια στα πορτραίτα του και στις μορφές από το φανταστικό θέατρο, τονίζοντας σε όλο του το έργο την αξία της ειλικρίνειας και της απλότητας, μεταπλασμένων μέσα από ένα ήπιο εξπρεσιονιστικό φίλτρο που τον έφερνε σε επαφή με το μυστήριο που τον περιέβαλε. Με αυτό τον τρόπο δημιούργησε από την αρχή μέχρι το τέλος μια ζωγραφική αμιγώς προσωπική και, παρ’ όλα αυτά, κατανοητή για το ευρύ κοινό του έργου του: «Δεν μιλάω για μικρούς ή μεγάλους ζωγράφους αλλά για το προσωπικό χνάρι που καταγράφει ένας καλλιτέχνης ανεξάρτητα από την πορεία του».[36]
Ανέστης Μελιδώνης
Ιστορικός Τέχνης
Επιστημονικός Συνεργάτης του Ιδρύματος Ελληνική Διασπορά
[1] Όπως, μάλιστα, υπογραμμίζει ο Γ.Π. Σαββίδης: «αναμφισβήτητα επικεφαλής μιας γερής ζωγραφικής γενεάς, ήδη ισότιμης με την μεγάλη γενεά των διδασκάλων της που φανερώθηκαν γύρω στα 1930» (Νέο Σήμα, τχ. 7, 1980, Αφιέρωμα: Δημήτρης Μυταράς, εισαγωγή: Μαρία Κοτζαμάνη).
[2] Δημήτρης Μυταράς, Η γλώσσα της τέχνης, Αθήνα 2012, σ. 100.
[3] Βλ. Δημήτρης Μυταράς. Η δέηση ενός ζωγράφου, επιμ. Τάκης Μαυρωτάς, Αθήνα, Ίδρυμα Θεοχαράκη, 2008.
[4] Δημήτρης Μυταράς, ό.π., σ. 101.
[5] Όπως κυρίως ο Ε. Σακαγιάν, αλλά και οι Ε. Μωραΐτη, Κ. Παπανικολάου, Δ. Κατσιγιάννης, Π. Φειδάκης, Μ. Ζησίου, Κ. Νταούλα, Δ. Ανδρεαδάκης, Δ. Μπέζας, Κ. Αργύρης, Μ. Παπαφίλη, Μ. Χατζηανδρέου κ.ά. Σε συνεργασία με τους μαθητές του εξέδωσε και δύο συλλογικά βιβλία, θέλοντας να προωθήσει νέες μεθόδους διδασκαλίας: Το μοντέλο της βίας στα μέσα μαζικής ενημέρωσης – Μια πειραματική μέθοδος διδασκαλίας (1996)∙ και Το μοντέλο της οικολογίας – Μια πειραματική μέθοδος διδασκαλίας (2001).
[6] Βλ. συνέντευξη του ζωγράφου στην εφημερίδα Παρόν, στις 16/2/2011.
[7] «Αποχαιρετισμός στον Δημήτρη Μυταρά», Αυγή, 21/2/2017.
[8] Στο περιοδικό Ζυγός, τχ. 32, Ιούλιος 1958, σ. 23. Τον νεαρό τότε ζωγράφο θα προσέξει και ο γνωστός ιστορικός τέχνης, Άγγελος Προκοπίου («Θερινή έκθεσις “Ζυγού”», Η Καθημερινή, 29/6/1958).
[9] Στο περιοδικό Ζυγός, τχ. 54, Μάιος 1960.
[10] Γιάννης Τσαρούχης, «Δ. Μυταράς», Ζυγός, τχ. 60-61 Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1960.
[11] Βλ. Νέο Σήμα, ό.π.
[12] Μαρίνος Καλλιγάς, «Η ανθρωπιά του Δημήτρη Μυταρά και η λιτότης του Σεσίλ Κόλλινς», Το Βήμα, 27/9/1961. Στη θετική παρουσία του νεαρού Μυταρά στην έκθεση θα σταθεί και ο Γ. Πετρής (Επιθεώρηση Τέχνης, 1961, τ. 79, σ. 106), αναφέροντας τα παρακάτω ποιοτικά χαρακτηριστικά του: «μορφικές αρετές, ποικιλία σχημάτων, αυστηρό χρωματικό έλεγχο, δέσιμο σύνθεσης (..) φινέτσα, αξιόλογη ζωγραφική σκέψη». Στην έκθεση συμμετέχουν μεταξύ άλλων οι Μπότσογλου, Δεκουλάκος, Καραβούζης, Σκουλάκης, Χάρος, Γράββαλος κ.ά.
[13] Για προμετωπίδα της έκθεσης προέταξε τον στίχο από το ποίημα του Σεφέρη «Ο ηδονικός Ελπήνωρ» (από την ποιητική συλλογή Κίχλη του 1947): «είδωλα στον καθρέφτη, σώματα που ήταν μια φορά».
[14] Στην Αθήνα θα παρουσιάσει έργα του ακόμη το 1982 στην γκαλερί “Πολύπλανο” (θέματα από την commedia dell’arte)∙ το 1984 στον «Κοχλία» (τριάντα χαρακτικά)∙ το 1985 στην γκαλερί “Αγκάθι” (δουλειά του απ’ το θέατρο)∙ το 1989 σε αναδρομική στην Πινακοθήκη Πιερίδη στη Γλυφάδα∙ το 1990 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (Κοστούμια θεάτρου και χαρακτικά)∙ το 1997 («Διάλογος με τη θάλασσα»), το 2001 («Τα αδέσποτα σκυλιά») και το 2005 (έκθεση με παιχνίδια δικού του σχεδιασμού) στον “Αστρολάβο”∙ και το 2008 στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, στην αναδρομική έκθεση «Ιστορώντας Μορφές».
[15] Συμμετείχε σε δεκάδες ακόμη σημαντικές ομαδικές εκθέσεις, όπως: το 1964 στο Χίλτον («9 Έλληνες ζωγράφοι», με τους Καρά, Φασιανού, Κοκκινίδη, Περδικίδη, Τσόκλη κ.ά.)∙ το 1965 στην “Άστορ” («Μεταμορφώσεις Παράλληλες», με τους Δανιήλ, Φασιανό, Θόδωρο κ.ά., σε παρουσίαση του Δ. Α. Φατούρου) και την Ελληνοαμερικανική Ένωση («Σύγχρονοι Έλληνες καλλιτέχνες»)∙ το 1967 στη Γ’ ‘Εκθεση Ευβοέων Καλλιτεχνών, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών∙ το 1970 στην Ελληνοαμερικανική Ένωση∙ το 1974 («Ταπισερί ΙΙ», με τους Μπότσογλου, Κανακάκι, Καρά, Πρέκα κ.ά.) και το 1979 («Εικαστικές Μεταπλάσεις», με έργα των Δεκουλάκου, Εγγονόπουλου, Κοψίδη, Σόρογκα, Χουλιαρά κ.ά., σε επιμ. Β. Σπηλιάδη) στις “Νέες Μορφές”∙ το 1982 στην “Αίθουσα Τέχνης Αθηνών” («Ματιές στην Ελλάδα», με τους Βασιλείου, Μόραλη, Πρέκα, Τέτση κ.ά., σε επιμ. της Ηλιοπούλου-Ρογκάν)∙ το 1984 στο δεύτερο «Αφιέρωμα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών», στην Γκαλερί “Άποψη” (συμμετέχουν Πατρασκίδης, Τέτσης, Γραμματόπουλος, Δεκουλάκος κ.ά.) και στην έκθεση «Όταν η μόδα γίνεται τέχνη» στην γκαλερί “Αργώ”∙ το 1985 στο Παλαιό Φάληρο («Ζωγραφικός χώρος – Θεατρικότητα», με τους Εγγονόπουλο, Μόραλη, Νικολάου, Τάκι, Τσαρούχη, Γκίκα κ.ά.)∙ το 1985-‘86 στην έκθεση «Η γενιά του ’60 και τα επιτεύγματά της», σε διάφορους Δήμους της Αθήνας, στο πλαίσιο του θεσμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης (με τους Τάκι, Σαμαρά, Φασιανό, Παύλο, Πανιάρα, Ακριθάκη, Γαΐτη, σε επιμ. Ηλιοπούλου-Ρογκάν, Στεφανίδη και Καρά)∙ το 1986 στη Δημοτική Πινακοθήκη της Αθήνας, στην έκθεση «Η φυσιογνωμίας της μεταπολεμικής τέχνης στην Ελλάδα», η οποία αποτέλεσε απεικόνιση της ομώνυμης μελέτης της Ε. Βακαλό (συμμετείχαν: Γαΐτης, Κανιάρης, Τσίγκος, Μπότσογλου, Μόραλης, Τσαρούχης, Ψυχοπαίδης, Ξαγοράρης, Ζούνη, κ.ά.)∙ το 1989 στη γκαλερί «Πολύμορφο» («Επιτοίχιο χαλί», με τους Καρά, Ζούνη, Ζουμπουλάκη, Κούκο κ.ά.)∙ το 1990 στην Αίθουσα Τέχνης Κρεωνίδης («Καράς, Μυταράς, Θόδωρος: κοινά τοπία/ουτοπία: τρεις δεκαετίες – τρεις περιπτώσεις / μια πρόταση της Μαρίας Κοτζαμάνη») και σε έκθεση για τη Διεθνή Αμνηστία∙ το 1991 στην «Έκθεση Ελλήνων γλυπτών και ζωγράφων» στο Ιωνικό Κέντρο, και στην έκθεση από τη Συλλογή Β. Φρυσίρα στην Πινακοθήκη Πιερίδη και το Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων∙ το 1992 στην έκθεση «Μεταμορφώσεις του μοντέρνου. Η ελληνική εμπειρία» στην ΕΠΜΑΣ (με τους Στάμο, Χρύσσα, Δάφνη, Κουνέλλη, Μπουτέα, Παρθένη, Σλάβο, Στέρη, Τάκι κ.ά., σε επιμ. Α. Καφέτση)∙ το 1994 στην γκαλερί “Titanium” («Ψυχανάλυση μεσ’ από το χρώμα», με τους Φ. Τσιάρα, Γ. Ξένο, Γ. Αδαμάκο κ.ά, σε επιμ. Ηλιοπούλου-Ρογκάν)∙ το 1996 στην «Ομαδική Έκθεση σύγχρονων Ελλήνων καλλιτεχνών» (με τους Ζουμπουλάκη, Παλλαντζά, Σταθόπουλο, κ.ά.)∙ το 1997 στην γκαλερί “Αστρολάβος” («Slim art», με τους Καρά, Φασιανό, Σιατερλή κ.ά.)∙ το 1998 στην ΕΠΜΑΣ («Η Ελλάδα στο Ισραήλ: σύγχρονη ελληνική τέχνη: τρεις γενιές», με τους Κεσσανλή, Μπότσογλου, Τσόκλη, Σακαγιάν, Μανουσάκη κ.ά.)∙ το 1999 στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Νέας Ερυθραίας («Σύγχρονη ελληνική τέχνη: 23 πρωτότυπα έργα», με τους Παπαγιάννη, Κλουβάτο, Χουλιαρά κ.ά., σε επιμ. Μ. Βλάχου – Λ. Πολύζου)∙ το 2000 στη γκαλερί “Έκφραση” («Προσωπικές σχέσεις», με τους Φασιανό, Μακρή, Σπεράντζα, Σπηλιόπουλο, Κατζουράκη, Ηλιοπούλου, Αριδά κ.ά.)∙ το 2002 στην Πινακοθήκη Πιερίδη («Η Ευρώπη μας»)∙ το 2005 στο ΕΜΣΤ («Η Ελλάδα στα χρόνια της αμφισβήτησης», με τους Ακριθάκη, Ζούνη, Κανιάρη, Κοκκινίδη, Ξαγοράρη, Φασιανό, Ψυχοπαίδη, Παπακωνσταντίνου, Καραβέλα, κ.ά., σε επιμ. Μπ. Παπαδοπούλου)∙ το 2005 στον “Αστρολάβο” («Get some fresh art», με τους Τσόκλη, Χάρο, Αντωνόπουλο, κ.ά.)∙ το 2009 στην ΑΣΚΤ («Τιμή στον Γιάννη Μόραλη: δάσκαλος και μαθητές – καθηγητές στην ΑΣΚΤ», με τους Κοκκινίδη, Κεσσανλή, Μπότσογλου, Δημητρέα, Πατρασκίδη κ.ά.) και στην έκθεση «Αντισταθείτε» για την UNICEF στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων (με τους Φασιανό, Μανουσάκη, Σπηλιόπουλο, Λεβεντάκου κ.ά., σε επιμ. Ηλιοπούλου-Ρογκάν)∙ το 2011 στην Galerie Glikas («Με εφαλτήριο τη γενιά του ’30, τα μεγάλα εργαστήρια, και οι επίγονοι: όψεις του ελληνοκεντρικού μοντερνισμού», με τους Τσαρούχη, Τέτση, Σόρογκα, Καραβούζη κ.ά.).
[16] Όπου εκθέτει σε ατομικές: την περίοδο 1977-78 σε Ηράκλειο, Χανιά, Θεσσαλονίκη και Βόλο∙ το 1985 στη Δημοτική Πινακοθήκη-Μουσείο Κατσίγρα στη Λάρισα∙ το 1989 στη Θεσσαλονίκη στο Βελλίδειο Πολιτιστικό Κέντρο και στην γκαλερί “Ειρμός”∙ το 1995 στο Ρέθυμνο, στην Πινακοθήκη Λ. Κανακάκι-Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης∙ το 1998 σε μικρή αναδρομική στην Πάτρα, στο Παλαιό Δημοτικό Νοσοκομείο («Ένας εικαστικός απολογισμός»)∙ το 2004 σε αναδρομική έκθεσή του στη Χαλκίδα, στο «Κόκκινο Σπίτι».
Επίσης, θα παρουσιάσει έργα του σε πολλές ομαδικές, όπως: το 1977 στην ομαδική έκθεση ελληνικής χαρακτικής στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης (συμμετέχουν οι Αστεριάδης, Βασιλείου, Γκίκας, Τάσσος, Κατράκη, Μόραλης κ.ά)∙ το 1984 στην έκθεση «Εξπρεσιονισμός και Υπερρεαλισμός στην Ελληνική Ζωγραφική» στη Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου (συμμετέχουν οι Βακιρτζής, Κοκκινίδης, Βενετούλιας, Μαραγκοπούλου, Μπότσογλου, Μπουζιάνης, Εγγονόπουλος, Πατρασκίδης, Καράς, Καραβούζης κ.ά., σε επιμ. Τζ. Δημακοπούλου)∙ το 1985 στη Λευκωσία («Σύγχρονοι Έλληνες Ζωγράφοι», με τους Γραμματόπουλο, Μαυροΐδη, Γκίκα, Εγγονόπουλο, Δασκαλάκη κ.ά.)∙ το 1986 στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας, στο Κτήριο Μαραγκόπουλου («Η μάσκα και η ανθρώπινη μορφή», με τους Εγγονόπουλο, Γαΐτη κ.ά., σε επιμ. Χ. Καμπουρίδη)∙ το 1987 στη Θεσσαλονίκη στη ΔΕΘ («Παράδοση και πρωτοπορία στην ελληνική τέχνη», με τους Τσαρούχη, Γκίκα, Σικελιώτη, Νικολάου, Μόραλη, Γαϊτη, Κεσσανλή, Ζογγολόπουλο, Καπράλο, Απέργη κ.ά.)∙ το 1989 στη Θεσσαλονίκη στην έκθεση «Κινηματογράφος και ζωγραφική» (σε επιμ. Μ. Μαραγκού)∙ το 1993 στα Χανιά, στα Νεώρια της Παλαιάς Πόλης («Σύγχρονη Ελληνική Ζωγραφική» από τη Συλλογή Φρυσίρα, με τους Μόραλη, Κεσσανλή, Τέτση, Βυζάντιο, Φασιανό, Καλδή, Ρόρρη κ.ά., σε επιμ. Τ. Μαυρωτά) – η έκθεση μεταφέρεται και το 1994 στη Θεσσαλονίκη∙ το 1996 στη Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου («Μεταπολεμική Πρωτοπορία στην Ελλάδα)∙ το 1997 στην Πάτρα, στο Πολιτιστικό Κέντρο Εθνικής Τραπέζης («Η ανθρώπινη μορφή στην τέχνη»)∙ το 2001 επίσης στην Πάτρα, στο Κέντρο Τεχνών («Αναζητήσεις και διατυπώσεις Ελλήνων καλλιτεχνών από το 1950 έως το 2000: με έργα της συλλογής του Κέντρου Σύγχρονης Εικαστικής Δημιουργίας Ρεθύμνης», με τους Σπυρόπουλο, Ζογγολόπουλο, Καρά, Κεσσανλή, Ψυχοπαίδη, Θεοφυλακτόπουλο κ.ά.)∙ το 2005 στη Θεσσαλονίκη («Όραμα και άγγιγμα, δύο αλληλοσυμπληρούμενες αισθήσεις στη σύγχρονη ζωγραφική», σε επιμ. Χ. Καμπουρίδη)∙ το 2006 στην Άνδρο, στο Ίδρυμα Πέτρου και Μαρίκας Κυδωνιέως («Χρίστος Καράς, Δημήτρης Μυταράς: μυθολογίες του εφήμερου», επιμ. Αθ. Σχινά)∙ το 2009 στη Δημοτική Πινακοθήκη Πάτρας, στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας («Ρευστή Ταυτότητα», με τους Κεσσανλή, Παπαγιάννη, Κοκκινίδη, Μπότσογλου, Ψυχοπαίδη κ.ά.)∙ το 2011 στην Ερμούπολη, στην Πινακοθήκη Κυκλάδων («Θάλασσας τόποι», με τους Φασιανό, Σόρογκα, Σπεράντζα, Δρούγκα, σε επιμ. Ι. Κρητικού).
[17] Οργανώνει ατομικές εκθέσεις: το 1987 στη Σουηδία (Trosa Kvarn Gallery)∙ το 1991 στις Βρυξέλλες και το Τόκιο∙ το 1992 αναδρομική εξάμηνης διάρκειας στο Château de Chenonceau, στο Loire της Γαλλίας (το οποίο επισκέπτονταν τότε 700.00 επισκέπτες κάθε καλοκαίρι)∙ το 1993 στο Λονδίνο (Gallery K)∙ το 1998 στη Στοκχόλμη (Μουσείο Millesgarden)∙ και το 2001 στη Φλωρεντία (Palazzo Vechio).
Επίσης, συμμετείχε σε σημαντικές ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, όπως: στις Μπιενάλε Αλεξάνδρειας (1958, 1966, 1970) και του Σάο Πάολο (1966)∙ στο Salon d’Automne του Παρισιού (1962)∙ στην έκθεση «Σύγχρονη Ελληνική Τέχνη», στο Μουσείο Rath της Λωζάνης (όπου συμμετέχει και ο Περδικίδης, που επίσης ήταν από τους πρωτοπόρους στο φωτογραφικό ρεαλισμό)∙ στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Βελιγραδίου (1977)∙ στο Παρίσι, στο Grand Palais, στο πλαίσιο των «Δεύτερων Διεθνών Συναντήσεων Σύγχρονης Τέχνης» (1978-79)∙ στη Νέα Υόρκη σε ομαδική είκοσι Ελλήνων (Μόραλης, Διαμαντόπουλος, Φασιανός, Γαΐτης, Θεοφυλακτόπουλος, Σπεράντζας κ.ά., στην Art-Expo της Νέας Υόρκης, οργανωμένη από το «Πολύπλανο») και στο Ελληνικό Προξενείο («Έκθεση Σύγχρονης Ελληνικής Λιθογραφίας», οργανωμένη από τη Διεύθυνση Αποδήμων του Υπ. Εξωτερικών, με έργα Τσαρούχη, Σπυρόπουλου, Τάσσου, Βαρλάμου, Σεμερτζίδη, Σικελιώτη, Νικολάου, Βασιλείου, Γκίκα κ.ά.) το 1980∙ στην «Έκθεση Σύγχρονης Ελληνικής Λιθογραφίας» που μεταφέρεται από τη Νέα Υόρκη στην Αυστραλία: στην Αδελαΐδα (με πάνω από 3.000 επισκέπτες το πρώτο διήμερο), το Σίδνεϋ, την Καμπέρα και τη Μελβούρνη, το 1981∙ στην έκθεση Ελλήνων χαρακτών στο Λονδίνο (γκαλερί Fine Art Society, με τους Γουναρόπουλο, Γκίκα, Μόραλη, Εγγονόπουλο, Τσαρούχη κ.ά.) το 1983∙ στην έκθεση-αφιέρωμα στον Καβάφη στο Παρίσι (συμμετείχαν οι Hockney, Φασιανός, Τέτσης, Τσαρούχης κ.ά.) το 1984∙ στη Metropolis Art Galleries του Παναγιώτη Κατσίχτη, στη Νέα Υόρκη, μαζί με τον Χρ. Καρρά, με 15 έργα μεγάλων διαστάσεων (1991)∙ στην EXPO του 1993 στο Τόκιο∙ στις Βρυξέλλες, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2014 (έκθεση με την ευκαιρία της ελληνικής προεδρίας, με τους Κανιάρη, Γκίκα, Τάκι, Τσόκλη, Φασιανό, Κεσσανλή, Κοκκινίδη, Γαΐτη κ.ά.). Για πολλές από τις πληροφορίες των παραπάνω εκθέσεων αντλήθηκε υλικό από το αρχείο ΙΣΕΤ της Εθνικής Πινακοθήκης.
[18] Διοργανώθηκε, ακόμα, διπλό τιμητικό αφιέρωμα για τους Μυταρά και Κουνέλλη στην Art Athina του 2017.
[19] Έχει προκαλέσει θετική εντύπωση με τη δουλειά του για το θέατρο ήδη το 1960 με την εικονογράφηση του «Ιστορίες θεατρίνων» του Πάουλ Ερνστ για το περιοδικό Ταχυδρόμος. Εκτός των αναφερόμενων, θα συνεργαστεί και με τον Πέτρο Κατσέλη (στην «Ερωφίλη» του Χορτάτση το 1966, για το Άρμα Θεάτρου), τον Σωκράτη Καραντινό (στον «Δήμαρχο της συνοικίας Σάντα» το 1971 στο Εθνικό), τον Γιώργο Εμιρζά (στο «Ήχο του κώδωνος» του Σκαρίμπα σε τηλεοπτική μετάδοση της ΕΡΤ το 1978), τον Γιώργο Λαζάνη κ.ά.
[20] Ασκήθηκε, επιπλέον, στη χαρακτική, δημιουργώντας λιθογραφίες, ενώ κατά καιρούς φιλοτέχνησε επιτοίχια χαλιά (ταπισερί), ακόμη και γελοιογραφίες, ενώ ασχολήθηκε και με το βιομηχανικό σχέδιο (για το σήμα της Heineken, το σήμα του Ευρωμπάσκετ και για το χάρτινο κουτί της γαλακτοβιομηχανίας Δέλτα) και τη δημιουργία αφισών (για μία από αυτές φιλοτέχνησε το πορτραίτο του Ανδρέα Παπανδρέου). Επιπλέον, εικονογράφησε το εξώφυλλο για οκτώ άλμπουμ του γνωστού μουσικοσυνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου (1939-2023), καθώς και πολλά λογοτεχνικά βιβλία, όπως το Ένα σύννεφο άσπρα πουλιά του Yasunari Kawabata και τον Πυγμάχο του George Bernard Saw (1969)∙ τους Φτωχούς του Ντοστογιέφσκι (1977)∙ το κλασικό παραμύθι Το παιδί του ψαρά (1981)∙ τη Διάλεκτο της ερήμου του Γιάννη Κοντού (1982)∙ την Παλατινή Ανθολογία σε μετάφραση Τσαρούχη και επιλογή ποιημάτων από τον ίδιο (1989, ίσως η τελευταία δημόσια εργασία του Τσαρούχη). Φιλοτέχνησε επίσης αφίσα για συναυλίες του Μαρκόπουλου, καθώς και τα εξώφυλλα για βιβλία των Μένη Κουμανταρέα, Άρη Σφακιανάκη, Στρατή Δούκα.
[21] Επίσης, φιλοτέχνησε τοιχογραφίες σε ξενοδοχείο στη Σκιάθο (1964), διακόσμησε το περίπτερο ESSO PAPPAS στη ΔΕΘ (1967, 1968), την εμπορική τράπεζα Μυκόνου, Ύδρας, Τήνου και Σκιάθου, καθώς και την Ιονική τράπεζα της Χίου (1970), την εμπορική τράπεζα Φρανκφούρτης (1972), το Μέγαρο Ελλήνων εφοπλιστών στον Πειραιά (1973), την Ιονική Λαϊκή στην Αθήνα και τα εργοστάσια της Famar και Σ.Η. και Λ. Μεταξά (1974), την εμπορική τράπεζα Καστοριάς (1979) και την Εθνική Τράπεζα του Γιοχάνεσμπουργκ (με ταπισσερί) κ.ά.
[22] Μη μιλάς πολύ για τέχνη (1989), Μια Κυριακή με τον Μυταρά (1996), Ο σκύλος δαγκώνει (1997), Τα σκυλιά (2001), Η νύχτα (2005), Το σκοτεινό χρονικό (2008), Το βιολί του Ενγκρ (2010) και Η γλώσσα της τέχνης (2012). Είχε εκδώσει επίσης για διδακτικού λόγους βιβλία στην ΑΣΚΤ, όπως τα Τετράδια του Braque και το βιβλίο Κίτρινο ήχος του Kandinsky, καθώς και προηγουμένως για τις εφαρμοσμένες τέχνες το βιβλίο Η τεχνική των σταμπωτών και του μπατίκ, Αθήνα 1969-70, που συνέγραψε με τη σύζυγό του. Το 2008 συμμετείχε στο δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ Είδωλα στον καθρέφτη (σκηνοθεσία Γιάννη Βαμβακά). Το 2011 το Πανεπιστήμιο του Harvard του απένειμε το βραβείο «Honouring Greek Culture».
[23] Πβ. Δημήτρης Μυταράς – Άννα Γριμάνη, Μια Κυριακή με τον Μυταρά, Αθήνα 1996, σ. 47: «Ένα έργο, το φτιάχνω πρώτα στο μυαλό μου κι όταν το μεταφέρω, τότε αρχίζει ένας αγώνας ανάμεσα σ’ αυτό που θέλω να ζωγραφίσω και σ’ αυτό που τελικά έχω τη δυνατότητα να δημιουργήσω».
[24] Έφη Ανδρεάδη, «To χρονικό των εικαστικών εκθέσεων. Δύο ατομικές εκθέσεις», Το Βήμα, 10/12/1966.
[25] Βεατρίκης Σ.[πηλιάδη], «Διάλογος μ ’ένα ζωγράφο του μονόλογου. Μια σύγχρονη πράξη μαγείας του Δημήτρη Μυταρά», Αλλαγή, 26/11/1966.
[26] Τώνης Σπητέρης, 3 αιώνες νεοελληνικής τέχνης 1660-1967, τ. Β’, Αθήνα 1979, σ. 321.
[27] Magdalini Tsikouta, Les influences dans la peinture grecque après 1945, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Paris IV, 1991, σ. 189.
[28] Μίλτης Παρασκευαΐδης, «Η έκθεσις του Δ. Μυταρά», Ελεύθερος Κόσμος, 27/3/1969 (πηγή: ΙΣΕΤ – Εθνική Πινακοθήκη).
[29] Ελένη Βακαλό, «Εισαγωγή στη ζωγραφική του Δημήτρη Μυταρά», στο Δημήτρης Μυταράς. Ζωγραφική 1948-1983, Αθήνα 1983, σ. 9.
[30] Δημήτρης Μυταράς, επιμ. Βούλα Μανάκου-Σατραζάνη, 20/10-25/11/2006 Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης, σ. 124.
[31] Πβ. Δημήτρης Μυταράς, «Ο Δημήτρης Μυταράς για τον Παναγιώτη Ζωγράφο», στο “Εις πατρίδαν…”. Στρατηγού Μακρυγιάννη, Ζωγραφιές Π. Ζωγράφου. Ημερολόγιο 1996: «η βυζαντινολαϊκή τέχνη είναι η μόνη τέχνη που ήλθε σ’επαφή με τον λαό μας με τον πιο ουσιαστικό τρόπο, δηλ. τον μεταφυσικό, του έγινε βίωμα και συνείδηση».
[32] Δημήτρης Μυταράς, «Γιάννης Τσαρούχης: ενός δε μόνου εστί χρεία», η λέξη, τχ. 157, Μάιος-Ιούνιος 2000, σ. 357.
[33] Βασίλικα Σαριλάκη, «Δημήτρης Μυταράς: Μπορώ να κάνω με επιτυχία οτιδήποτε», The ART magazine, τχ. 16, Μαρτιος-Απρίλιος 1995.
[34] Πέτρος Ζουμπουλάκης, Ιόλας – Γκαλερί Ζουμπουλάκης, 1975.
[35] Φάνη Πετραλιά, [συνέντευξη] «Μυταράς: Η σύγχρονη τέχνη, ένα χάρτινο οικοδόμημα», Τα Νέα, 2/12/1980. Για την ίδια έκθεση θα επισημάνει ο Νίκος Αλεξίου («Η έκθεση του Δ. Μυταρά», Ριζοσπάστης, 18/12/1980): «η ζωγραφική του δίχως αυταπάτες καταγράφει τη σκληρότητα της εποχής μας, τον ανελέητο εκπεσμό, τη σύγχυση, τη φυγάδευση της ομορφιάς» (πηγή: : ΙΣΕΤ – Εθνική Πινακοθήκη).
[36] Μαρία Μαραγκού, «“Με τρέφει η αντιπάθεια”», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 28/10/1990 (πηγή: ό.π.).