SEARCH AND PRESS ENTER
Kώστας Ανδρέου: Μια παραγνωρισμένη φυσιογνωμία της νεοελληνικής γλυπτικής

Kώστας Ανδρέου

Μια παραγνωρισμένη φυσιογνωμία της νεοελληνικής γλυπτικής

Ο Κώστας Ανδρέου με τους ζωγράφους Gino Severini (1883-1966) στα αριστερά, από τους επιφανέστερους εκπροσώπους του εικαστικού ρεύματος του Φουτουρισμού και φίλος του Amedeo Modigliani (1884-1920) και Fujita (1886-1968) στα δεξιά της εικόνας, πάλαι ποτέ φίλο του έτερου Έλληνα καλλιτέχνη της ελληνικής Διασποράς στη Γαλλία, Μιχάλη Οικονόμου (1888-1943). Αρχείο Ιδρύματος Ελληνικής Διασποράς (Φωτ.: Agence de Presse BERNARD).

Ο Κώστας Ανδρέου γεννήθηκε το 1917 στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας από γονείς Έλληνες μετανάστες. Από τη μεγάλη αυτή χώρα της λατινικής Αμερικής, όπως δηλώνει ο ίδιος, διδάχτηκε «τη χαρά της ζωής, την κίνηση και το ρυθμό της μουσικής, τη φαντασμαγορική πλευρά των χρωμάτων. Τέλος, την αισθησιακή ανθρώπινη ζεστασιά».[1] Στην ευαίσθητη ηλικία των 8 ετών, το 1925, ήρθε στην Ελλάδα. Τότε αναγκάστηκε να δουλέψει σε επιπλοποιείο για να ζήσει, αφήνοντας το Γυμνάσιο, παρακολουθώντας νυχτερινά μαθήματα στη Βιοτεχνική Σχολή της Αθήνας μέχρι το 1935.[2] To πάθος του για την τέχνη που είχε ξυπνήσει ήδη από το 1932 δεν θα σβήσει, κυρίως χάρη στη ζωγράφο-δασκάλα του που τον ενθάρρυνε να ακολουθήσει την κλίση του, τη μαθήτρια του Κωστή Παρθένη (1878-1967), Τζένη Μανούση (1897-1976), η οποία διατηρούσε στενές σχέσεις με την εικαστική σκηνή του Παρισιού.[3] Το αποτέλεσμα αυτής της επίδρασης είναι το 1936 να αποφασίσει να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην τέχνη και ειδικότερα στη γλυπτική.[4] Ενεργός στην αντίσταση ενάντια στον κατακτητή ως μέλος της ΕΠΟΝ, παρέμεινε ακόμα κι εκείνα τα χρόνια της γερμανικής κατοχής πιστός στην άσκηση της τέχνης του, αν και το 1942 συνάντησε αντιδράσεις, κυρίως από τον Μιχάλη Τόμπρο (1889-1974), όταν εξέθεσε έργα του στην «Πανελλήνιο» έκθεση. Αντίθετα τον στήριξαν ο γλύπτης Μέμος Μακρής (1913-1993), ο αρχαιολόγος Γιάννης Μηλιάδης (1895-1975) και ο ζωγράφος Νίκος Νικολάου (1909-1986).[5] Τα 20 χρόνια που παρέμεινε στην Ελλάδα τον δίδαξαν, όπως θα υπογραμμίσει ο ίδιος, «τη δομή της αρχαϊκής τέχνης, το μέτρο και τους κλασσικούς νόμους. Επίσης τη γεύση του σκληρού αγώνα και του δράματος της ζωής».[6] Το 1945 θα βρεθεί μαζί με τον έτερο μεγάλο Έλληνα γλύπτη της Διασποράς στη Γαλλία, Κώστα Κουλεντιανό (1918-1995), στο Παρίσι, μετά το ταξίδι με το θρυλικό πλοίο «Ματαρόα» της Γαλλικής Κυβέρνησης.

            Η περιπέτεια του Ανδρέου θα βρει αίσια κατάληξη στη Γαλλία, αν και πάλι μέσα από έναν καθημερινό αγώνα που έδωσε, καθώς αρχικά υπήρξε «μακετίστας στον Λεκορμπυζιέ», όπως τονίζει σε άρθρο του στο Ζυγό το 1955 ο Τώνης Σπητέρης.[7] Ήταν όμως η γνωριμία του με τον επιφανή αρχιτέκτονα της πρωτοπορίας Le Corbusier (1887-1965), με τον οποίο έγιναν φίλοι, όπως δηλώνει ο ίδιος,[8] καθώς και με τον Ισπανό γλύπτη Julio Gonzalez (1876-1942) και τον συμπατριώτη του Pablo Gargallo (1881-1934), οι επαφές εκείνες που αποδείχτηκαν καθοριστικές για την ανέλιξη του έργου του, καθώς τον έκαναν να στραφεί οριστικά στο μέταλλο.[9] Ήδη από το 1948  αρχίζει να χρησιμοποιεί την τεχνική που θα τον καθιερώσει, όπως θα τονίσει ο Τώνης Σπητέρης: «εργάζεται απ’ ευθεία το μέταλλο με φύλλα χαλκού οξυγονοκολλημένα, αφού προηγουμένως έχει κατασταλάξει στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, περνώντας από μια ολόκληρη σειρά σχεδίων».[10] Ο Ανδρέου έχει πλέον βρει την ελευθερία που αναζητούσε στην καλλιτεχνική του έκφραση και είναι τώρα και τεχνικά έτοιμος για να εμβαθύνει στη δημιουργική του ματιά. Εκείνη την περίοδο αρχίζει να τον απασχολεί έντονα το μυστήριο της ύλης, έχοντας εντυπωσιαστεί βαθιά από το έργο του Ρουμάνου γλύπτη Constantin Brancusi (1876-1957)[11] οδηγείται ολοένα περισσότερο προς την απελευθέρωση του ουσιώδους στη μορφή που επεξεργάζεται, αναζητώντας να καταδείξει το ίδιο το μυστήριο της ζωής. Στο τέλος της δεκαετίας, στο τεύχος του Ιουλίου του 1959 του περιοδικού Temps Modernes, ο Jean-Paul Sartre θα θεωρήσει τον Έλληνα γλύπτη «ισάξιο του Πικάσο και του Μόντριαν».

Στην έκθεση στο Centre Americaine του Παρισιού το 1953 με φίλους του από το Montparnasse, μαζί με τους δύο προαναφερθέντες καλλιτέχνες διακρίνεται ακόμα μια φίλη του γλύπτη στα αριστερά της εικόνας. Το γλυπτό που περιεργάζονται είναι πιθανόν το γλυπτό Νίκη (βλ. Andréou. Retrospective, 1970, σ. 12). Αρχείο Ιδρύματος Ελληνικής Διασποράς (Φωτ.: Agence de Presse BERNARD).

            Η κάθετη δομή, πλασμένη με ακρίβεια, οξυγονοκολλημένη και ζωγραφισμένη, με κοίλα που διακόπτουν την λεία επιφάνειά της, είναι η μορφή εκείνη που επανέρχεται συχνά στο έργο του, όπως θα επισημάνει ο Pierre Cabane.[12] Ο Ανδρέου συναντάει την κλασική έμπνευση με έναν τρόπο μοντέρνο, δεν αναπαριστά τη ζωή αλλά εφαρμόζει τους νόμους της, ακολουθώντας τον αρχαίο Έλληνα γλύπτη Πολύκλειτο δεν συμβιβάζεται όσον αφορά τη σταθερότητα και τη συνοχή του έργου, αποφεύγοντας μια ακαδημαϊκή αντίληψη της γλυπτικής.[13] Ο ίδιος, ρομαντικός γαρ, θα δηλώσει πως δεν αγαπάει τη λέξη κλασικισμός, γιατί έχει μέσα της τη λέξη κλάση, και εκείνος, αντίθετα, δεν θέλει τα πράγματα παγιωμένα και νεκρά.[14] Ο φιλόσοφος André Marc, παρατηρώντας αυτή τη διαχρονική και σχοινοτενή ισορροπία που κατορθώνει η τέχνη του Ανδρέου, θα τονίσει πως «έχει ανακαλύψει έναν ευτυχή συμβιβασμό ανάμεσα στο κλασικό πνεύμα ενός γλυπτού και στη σύγχρονη αισθητική της γραμμής».[15] Εξάλλου, ο Ανδρέου είναι ένας γεννημένος και ακέραιος[16] καλλιτέχνης, για τον οποίο «η τέχνη είναι μια διαρκής κίνηση, μια συνέχεια ανακαλύψεων».[17] Με τα λόγια του ίδιου: «Το μυστήριο της δημιουργίας πάει πολύ πιο πέρα από την επιφάνεια, και το μάτι του δημιουργού πρέπει να ενθέτει την προσωπική του αίσθηση στα έργα του».[18] Με την έντονη εκφραστικότητα που τον χαρακτηρίζει ακόμα και στο λόγο του μας καθιστά φανερή την προσωπική μέθοδο δημιουργίας του, φιλοτεχνώντας γλυπτά που είναι μάρτυρες μιας αργής και επακριβούς διαδικασίας, το αποτέλεσμα της οποίας είναι μια υφή παλλόμενη από ζωή, η οποία δεν μπορεί να επαναληφθεί βιομηχανικά.[19]

Ο Ανδρέου με τον Georges Vitaly (1917-2007), γνωστό σκηνοθέτη και ηθοποιό του γαλλικού θεάτρου, σε έκθεσή του με υδατογραφίες το 1987. Αρχείο Ιδρύματος Ελληνικής Διασποράς.

            Το 1967 ο Ανδρέου, πιθανότερα για να έχει τον απαραίτητο χώρο για τα μνημειακά γλυπτά του, θα εγκαταστήσει το εργαστήριό του στη Ville-du-Bois, 22 χιλιόμετρα έξω από το Παρίσι, μια κοινότητα που τότε αριθμούσε λιγότερους από 3.000 κατοίκους. Το 1959 είχε εγκαταστήσει το εργαστήριο του εκεί ο επίσης γλύπτης της Νέας Σχολής του Παρισιού Henri-Georges Adam (1904-1967). Ο Ανδρέου θα μπορέσει να αναπτύξει εκεί ακόμα περισσότερο την προσωπική του τεχνική, μάλιστα ο φημισμένος Γάλλος γλύπτης César (1921-1998) θα τον επισκεφτεί για να πάρει από εκείνον μαθήματα οξυγονοκόλλησης. Στη μικρή κοινότητα της Ville-du-bois ο Ανδρέου έγινε ιδιαίτερα αγαπητός και συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με την τοπική κοινωνία, δωρίζοντας μάλιστα 20 έργα, καθιστώντας τη βιβλιοθήκη της πόλης ένα είδος μουσείου του έργου του.[20] Για την ακρίβεια ο Δήμος είχε δώσει πρώτα το όνομά του στη δημοτική βιβλιοθήκη το 1998 και γι’ αυτό εκείνος, ως ανταπόδοση στην τιμή που του έγινε, παραχώρησε στο Δήμο ως δωρεά αυτά τα έργα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν: το γλυπτό Η Μητρότητα, του 1987 (κράμα χαλκού και κασσίτερου, 2,30 μ. ύψος), τοποθετημένο μπροστά στην αίθουσα εκδηλώσεων «L’escale»∙ το μνημειακό έργο Το Τσίρκο του 1978 (300 × 400 εκ., ακρυλικό σε τρία τμήματα πάνω σε ξύλο), που καλύπτει τον μεγάλο εσωτερικό τοίχο της βιβλιοθήκης∙ καθώς και το έργο Το δείπνο, του 1957 (130 × 162 εκ., ακρυλικό), που τοποθετήθηκε στο κέντρο της αίθουσας του δημοτικού συμβουλίου της πόλης. Το γλυπτό Η Μητρότητα αναπαρίσταται σε κάθε κάρτα αναγνώστη της βιβλιοθήκης. Για το συγκεκριμένο γλυπτό που δεσπόζει στον κήπο μπροστά από την «L’escale» ο γλύπτης θα πει: «το γλυπτό αυτό το αφιερώνω στην οικογένειά μου. Σ’ αυτήν που με βοήθησε να βρω το δρόμο μου. Στους γονιούς μου, που πρώτοι αντιλήφθηκαν τις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες και παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες, της ανέχειας και της φτώχιας, μου συντήρησαν το θάρρος και την πίστη για δημιουργία».[21]

Ο γλύπτης σε μεγαλύτερη ηλικία στην Ελλάδα περιτριγυρισμένος από έργα του, στο σπίτι-εργαστήριό του στην Αίγινα, όπου διατηρούσαν εργαστήριο και οι Χρήστος Καπράλος (1909-1993), Γιάννης Παππάς (1913-2005) κ.ά. Αρχείο Ιδρύματος Ελληνικής Διασποράς.

            Ο Ανδρέου θα επιστρέψει οριστικά το 2003 στην Αίγινα, στο παλαιό οινοποιείο που είχε αγοράσει το 1977, το οποίο είχε μετατρέψει σε σπίτι. Η προσφορά του τον καθιστά αναμφίβολα ένα από τα πιο επιφανή ονόματα της γλυπτικής στη διεθνή ιστορία της τέχνης, με υψηλές διακρίσεις, όπως η εκπροσώπηση της Γαλλίας στη Μπιενάλε της Βενετίας το 1966. Το 1982 είναι πρόεδρος της επιτροπής για τη γλυπτική στο Salon d’ Automne. Το 1988 του απονέμεται το μεγάλο βραβείο Anton Pevsner για το σύνολο του έργου του. Το 1991 ιδρύεται ο σύλλογος «Οι φίλοι του Ανδρέου» («Les amis d’Andréou») στο Παρίσι. Το 2000 του απονέμεται ο σταυρός του ιππότη της Λεγεώνας της τιμής και το 2001 χρίζεται ταξιάρχης του τάγματος των Γραμμάτων και Τεχνών από το γαλλικό κράτος. Στην Ελλάδα το 1983 δέχτηκε πρόταση από τον τότε διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης για να διοργανώσει Έκθεση για το έργο του αλλά ο χρόνος που συμφωνήθηκε πέρασε χωρίς να οργανωθεί εν τέλει η έκθεση.[22] Η πολυδιάστατη δημιουργία του αναδεικνύεται και στα ζωγραφικά και χαρακτικά έργα του, καθώς ακόμα και τα τελευταία αποτελούν αυτόνομα έργα.[23] Ο ίδιος έλεγε πως η ζωγραφική του είναι η αναζήτηση μιας αρμονίας, συμφωνίας μεταξύ του γραφισμού, του σχεδίου, του χρώματος και του φωτός.[24] Σε όλο του του έργο ακολούθησε τη δική του διαδρομή, όντας καλλιτέχνης του 20ου που πλησίαζε με εμπιστοσύνη τον 21ο αιώνα.[25] Όπως τονίζει ο René de Solier, το έργο του κατέχει το μυστικό της αισθησιακότητας, απότομης, ασχολούμενης μόνο με το ουσιώδες.[26] Ο ίδιος θα δηλώσει, με την ταπεινότητα και την φιλοτιμία που τον χαρακτήριζε, σε συνέντευξή του σε ελληνικό περιοδικό τέχνης: «Είμαι ένας εργάτης που δουλεύει επειδή αγαπάει την αλήθεια και ζει για την τέχνη».[27]

Με το γλυπτό Σειρήνα και την πηγή έμπνευσής του, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του ίδιου, “Μις Γαλλία” του 1964, Jacqueline Gauraud. Φωτογραφία τραβηγμένη τον Μάρτιο του 1966, λίγο πριν το έργο ταξιδέψει στη Βενετία για να το παρουσιάσει η Galerie R. Nidrecourt στην Μπιενάλε. Αρχείο Ιδρύματος Ελληνικής Διασποράς (Φωτ. Greta Robok, Internationale Presseagentur).

[1] Βλ. Σαπφώ Α. Μορτάκη, Η μετανάστευση Ελλήνων καλλιτεχνών στο Παρίσι από το 19ο στον 20ό αιώνα. Η περίπττωση του Κωνσταντίνου Ανδρέου, Αθήνα 2014, σ. 358.
[2] Χρύσανθος Χρήστου, «Ανδρέου Κώστας», Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, τ. 1, επιμ. Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, Αθήνα 2000, σ. 57.
[3] Βλ. το κείμενο της Σοφίας Καζάζη στο Ανδρέου, Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών ΑΠΘ, 2004, σ. 18. Η Τζ. Μανούση, όπως δηλώνει ο ίδιος ο γλύπτης (Andreou. Rétrospective 1945-1970. Sculptures, dessins, gouaches, gravures, κείμενα Jean Goldman, 3/3-13/4/1970, Maison de la Culture de Bourges, σ. 14) τον καθοδηγεί να κάνει πολλά σχέδια στα Μουσεία της Αθήνα, κυρίως αρχαϊκά.
[4] Χρύσανθος Χρήστου – Μυρτώ Κουμβακάλη-Αναστασιάδη, Νεοελληνική Γλυπτική: 1800-1940, Αθήνα 1982, σ. 255.
[5] Βλ. το κείμενο της Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά, στο Ανδρέου, ό.π., σ. 10. Ο γλύπτης θα αναφέρει (Βλ. Σοφία Καζάζη, Andreou. Femme-femmes: peintures, Αθήνα 1997) ακόμα την ευεργετική για εκείνον παρουσία των Δημήτρη Πικιώνη, Σπύρου Παπαλουκά, Μαρίνου Καλλιγά, Γεώργιου Μπουζιάνη και Φώτη Κόντογλου.
[6] Βλ. Σαπφώ Α. Μορτάκη, ό.π.
[7] Τώνης Σπητέρης, «Στα ατελιέ των Ελλήνων καλλιτεχνών του Παρισιού», Ζυγός, τχ. 2, Δεκέμβριος 1955, σ. 21.
[8] Βλ. Andreou. Rétrospective, ο.π, σ. 16.
[9] Κώστας Ανδρέου, επιμ. Νέλλη Κυριαζή, Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων, 1998, σ. 13∙ Ανδρέου, ό.π., σ. 22. Αρχικά, θα σπουδάσει για λίγο στο ατελιέ των Gimond και Janiot στη Σχολή Καλών Τεχνών, απ’ όπου αποχωρεί σύντομα, αποστρεφόμενος το ακαδημαϊκό ύφος διδασκαλίας.
[10] Τ. Σπητέρης, ό.π.
[11] Βλ. Ανδρέου, ό.π., σ. 10: «Το 1947 όταν είδα ένα κεφάλι του Brancusi είπα ότι αυτό είναι ένα αβγό. Δεν μπορώ να πάω πιο μακριά. Πρέπει να το σπάσω και να βρω την εσωτερική ζωή. Έτσι εφεύρα την τεχνική του οξυγονοκολλημένου ορείχαλκου, μια καινούργια τεχνική που έχει καινούργιες δυνατότητες».
[12] Βλ. Pierre Cabane, Andreou. Γλυπτική. Ανάγλυφα με χρώμα, Αθήνα 1999, σ. 46.
[13] Βλ. Jean-Louis Ferrier, Andréou, Γενεύη 1959, σ. 10.
[14] Βλ. Andreou. Rétrospective, ο.π, σ. 25.
[15] Κώστας Ανδρέου, επιμ. Νέλλη Κυριαζή, ό.π., σ. 66.
[16] Pierre Cabane, “Andreou. The eye of the sun”, Studio International, τ. 168, τχ. 857, Σεπτέμβριος 1964, σ. 105.
[17] Από τον πρόλογο του Francis Villadier, στο Pierre Cabane, Andréou, ό.π.
[18] Κώστας Ανδρέου, επιμ. Νέλλη Κυριαζή, ό.π., σ. 137.
[19] Βλ. Andréou. 40 ans de sculpture, La ville-du-bois 1975, σ. 27.
[20] Ανδρέου, ό.π., σ. 12.
[21] Βλ. Σαπφώ Α. Μορτάκη, ό.π., σ. 382.
[22] Βλ. Σίσυ Μενεγάτου, «Κονσταντίν Ανδρέου: Μια σύντομη συνέντευξη», Εικαστικά, τχ. 49, Ιανουάριος 1986, σ. 11. Στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης υπάρχει ένα γλυπτό του Ανδρέου. Στην Ελλάδα, εκτός από το Μουσείο του Ιδρύματος Ελληνικής Διασποράς που διαθέτει την πιο αντιπροσωπευτική συλλογή έργων του, έργα του Ανδρέου βρίσκονται στο Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή (ένα γλυπτό και μια ελαιογραφία), στο Δήμο της Αίγινας (το γλυπτό Γοργόνα δωρήθηκε από τους κληρονόμους τους καλλιτέχνη το 2021), στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Φλώρινας (μια ελαιογραφία), στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών του ΑΠΘ (ένα γλυπτό), καθώς και στο Ίδρυμα Κώστα Ανδρέου που σύστησε ο ίδιος το 2004. Έργα του βρίσκονται σε συλλογές στη Ευρώπη, στη Βόρεια Αμερική και στην Ασία, καθώς και στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της πόλης του Παρισιού και στο Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών του Παρισιού. Έργα του πρέπει να υπάρχουν και σε άλλες συλλογές στην Ελλάδα και αλλού στον κόσμο.
[23] Βλ. Αγγελική Σαχίνη, «Μερικές παρατηρήσεις στο έργο του Κ. Ανδρέου», Εικαστικά, τχ. 54, Ιούνιος 1986, σ. 31.
[24] Bλ. Σοφία Καζάζη, ό.π.
[25] Βλ. Andréou. Chemin parcouru, Αθήνα 2003, σ. 175.
[26] Andréou. Sculptures, Galerie Pierre Domec, Παρίσι 1961, σ. 17.
[27] Βλ. Σίσυ Μενεγάτου, ό.π., σ. 10.

Ανέστης Μελιδώνης
Ιστορικός Τέχνης
Επιστημονικός Συνεργάτης του Ιδρύματος Ελληνική Διασπορά